Δύο είναι οι κύριοι λόγοι υποβάθμισης της προσπάθειας επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο του Μνημονίου.
Πρώτον, ο προβληματικός ρυθμός αύξησης των δημοσίων εσόδων και η δυσχέρεια των ελεγκτικών μηχανισμών να χτυπήσουν την παραοικονομία και να εισπράξουν από τα ανώτερα και ανώτατα εισοδηματικά στρώματα, που επιδίδονται σε διαχρονικό freeriding. Η μείωση εσόδων προς εξυπηρέτηση χρέους, συνεπάγεται παράταση του ελλείμματος εμπιστοσύνης των αγορών απέναντι στην ελληνική οικονομία.
Από την άλλη, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της χώρας, κάνει τις αγορές απέναντί μας επιφυλακτικές και διακυβεύει την επιτυχία του προγράμματος στήριξης και σταθεροποίησης της οικονομίας μας. Η προσαρμογή στους όρους του Μνημονίου, πλήττει την εγχώρια ζήτηση και οδηγεί την οικονομία σε ύφεση.
Εντούτοις δεν είναι αργά για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η σημερινή κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί την ύφεση χωρίς τις προκαταλήψεις και τις αντιπαραγωγικές νοοτροπίες του παρελθόντος, ενώ ο πολιτικός της φορέας, το ΠΑΣΟΚ, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να στηρίξει με ρεαλισμό και δυναμισμό το εγχείρημα αλλαγής αναπτυξιακού προτύπου και άμεσης εισροής χρημάτων στην πραγματική οικονομία. Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουν κάποιοι, ότι κανείς δεν θα ορκίζεται στο θέσφατο της 3ης του Σεπτέμβρη, όντας άνεργος και χωρίς προοπτική.
Η κυβέρνηση, τα κόμματα, τα συνδικάτα, οι επιχειρήσεις, ο τρίτος τομέας της κοινωνικής οικονομίας (αν και αναιμικός), θα είναι σίγουρα πιο χρήσιμοι αν διατυπώσουν με σαφήνεια την αλήθεια: η Ελλάδα δεν είναι μια φτωχή χώρα. Αντιθέτως, είναι γεμάτη ευκαιρίες για πλούτο και ευημερία. Απλώς, οι διαθέσιμοι πόροι της είναι εγκλωβισμένοι σε αντιπαραγωγικές πελατειακές σχέσεις, σε αδικαιολόγητα γραφειοκρατικά κόστη, σε προσοδοθηρικές συντεχνίες, σε ατελείς πολιτικές επιδοτήσεων, σε αδιαφανείς διαδικασίες, στην παντελή έλλειψη ενός σαφούς αναπτυξιακού προτάγματος.
Και όμως, μπορούν να ληφθούν πρωτοβουλίες, τόσο σε βραχυπρόθεσμο, όσο και σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο, για να αποδεσμευτούμε από τη στασιμότητα και να αλλάξει το κλίμα στην αγορά και στην κοινωνία.
- Απαιτείται εντατικός και άμεσος διάλογος με την εργοδοσία, τα συνδικάτα, αλλά και να εμπλακεί το επιχειρηματικό και ερευνητικό δυναμικό της περιφέρειας στην προσπάθεια δημιουργίας επενδυτικών ευκαιριών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
- Να δοθεί έμφαση στην απλοποίηση διαδικασιών αδειοδότησης, όχι απλώς ίδρυσης επιχειρήσεων. Τα one-stop shops που θα λειτουργήσουν, είναι ένα πρώτο θετικό, αλλά όχι το βαθιά ουσιαστικό βήμα αλλαγής του επενδυτικού κλίματος.
- Προσφυγή στις αποκρατικοποιήσεις και στην εκμετάλλευση κρατικής γης. Εκατοντάδες εγκαταλειμμένα δημόσια κτίρια, για παράδειγμα, στο κέντρο της Αθήνας, αποτελούν ιδανική ευκαιρία προς αξιοποίηση που θα κάνει τη διαφορά στον κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό ιστό της πόλης.
- Απαιτείται τόνωση των εξαγωγών, άρση των αντικινήτρων γραφειοκρατίας και ανασχεδιασμός του ρόλου της πολιτείας στην προώθηση των ελληνικών επιχειρήσεων και προϊόντων. Η τόνωση των εξαγωγών θα εξισορροπήσει τη χαμηλή κατανάλωση.
- Είναι χρήσιμη η καθιέρωση Ηλεκτρονικού Αρχείου Νόμων, Ρυθμίσεων, Κανόνων για την επιχειρηματικότητα, με αιτιολογικές εκθέσεις σε γλώσσα κατανοητή σε όλους. Επίσης, η εισαγωγή ενός πλαισίου Καλής Νομοθέτησης για την επιχειρηματικότητα, την υλοποίηση του ΕΣΠΑ, του αναπτυξιακού νόμου, των ΣΔΙΤ κ.λπ., θα τονώσει την προσβασιμότητα των ευκαιριών από νέους επιχειρηματίες, που σήμερα αισθάνονται αποκλεισμένοι.
- Απαιτείται ένα ξεκάθαρο πλαίσιο ποινών, συνεπειών μη συμμόρφωσης, νομικής υποστήριξης και διευθέτησης – προσαρμογής σε εύλογα χρονικά διαστήματα για κάθε πολίτη που ενδιαφέρεται να επιχειρήσει.
- Προώθηση Γενικού Χωροταξικού Σχεδίου και ειδικά χωροταξικά για βιομηχανία και τουρισμό, εξάλειψη της ασάφειας της χωροταξικής νομοθεσίας. Εφόσον είναι χρονοβόρα, χρειάζεται άμεση χωροθέτηση συγκεκριμένων περιοχών, εκ των προτέρων αδειοδότηση σε επιχειρήσεις, συγκέντρωση και πώληση δικαιωμάτων από το κράτος για επενδύσεις σε ενέργεια, διαχείριση απορριμμάτων, αποβλήτων, ΑΠΕ, τουριστικές υποδομές.
- Εισαγωγή διπλογραφικού συστήματος στο Δημόσιο (από απλογραφικό που είναι σήμερα), ώστε να καταγράφονται, αφενός η περιουσιακή κατάσταση του δημοσίου, αφετέρου οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και απαιτήσεις κάθε φορέα.
- Αναβάθμιση του ρόλου του περιφερειάρχη και του δημάρχου. Η δημιουργία αναπτυξιακού προφίλ των τοπικών κοινωνιών με τη συνεργασία των επιμελητηρίων, του δήμου, επενδυτών, επιχειρηματιών, ινστιτούτων και πανεπιστημίων της περιοχής, εργατικού δυναμικού, είναι αναγκαίο βήμα.
Τέλος, χρειάζεται ένας νέος αναπτυξιακός νόμος – πλαίσιο, όχι ένας νόμος – θέσφατο. Η εμπειρία του αναπτυξιακού νόμου στην Ελλάδα συνίσταται στο ότι κάθε κυβέρνηση καλείται να υλοποιήσει τον αναπτυξιακό νόμο της προηγούμενης. Η αντιπαραγωγική λογική της επιδότησης, χωρίς έλεγχο και κριτήρια αποδοτικότητας, δυστυχώς επιβιώνει μέχρι σήμερα. Όπως υποστηρίζεται εύστοχα, οι επιδοτήσεις στο εμπόριο και στη βιομηχανία δεν παράγουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και συσσωρεύουν διαφθορά.
Είναι καιρός να γίνει αντιληπτό ότι αποτελεί εργαλείο και όχι πανάκεια για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Ο αναπτυξιακός νόμος πρέπει να έχει πολιτική στόχευση και ξεκάθαρο κοινωνικό οικονομικό αντίκρισμα, να είναι στοχευμένος και να περιβάλλεται με όρους διαφάνειας. Ο αναπτυξιακός νόμος, για να δικαιολογεί τον τίτλο του, πρέπει να δημιουργεί αγορές εκεί που εξυπηρετούνται κοινωνικές και οικονομικές απαιτήσεις. Πρέπει να επιβραβεύει (επιδοτεί) το αποτέλεσμα και όχι τη σπατάλη, τη διαφθορά και τους μεσάζοντες. Η στροφή του στη νέα οικονομία της γνώσης και της αειφορίας, όχι μόνο θα σημάνει την αλλαγή νοοτροπίας στο πώς αντιλαμβανόμαστε την Ελλάδα του αύριο, αλλά θα αποτελέσει ταυτόχρονα ένα «κάλεσμα» στη μορφωμένη, αλλά ουσιαστικά υποαπασχολούμενη και «βολεμένη» ταυτόχρονα νέα γενιά, να ρισκάρει και να κεφαλαιοποιήσει τις σπουδές και τις γνώσεις της.
Φυσικά, οι μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, την απελευθέρωση εγκατάστασης και λειτουργίας υπηρεσιών στην Ε.Ε., την απορρόφηση των κοινοτικών πόρων, κ.ά., συνιστούν σημαντικές αλλαγές, οι οποίες όμως θα είναι εν κενώ αν δεν ενισχυθούν από δυναμικές θεσμικές και οικονομικές εγγυήσεις οριζόντιου χαρακτήρα. Χρέος της πολιτικής εξουσίας είναι να μετατρέψει σε κοινωνικό όφελος κάθε αλλαγή που υποχρεούται να υλοποιήσει και να εκμεταλλευτεί χωρίς προκαταλήψεις τα πολλά «παράθυρα» για αναπτυξιακές παρεμβάσεις, που το μνημόνιο αφήνει ανοιχτά.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Μεταρρύθμιση