Ώρες ώρες είναι να απελπίζεσαι από το πόσο στον κόσμο της παραμένει η ελληνική πολιτική ζωή. Ακόμη και χωρίς μνημόνια, αλλά με διεθνή επιτροπεία, η δεκαετής σχεδόν κρίση δεν λέει να τελειώσει ως νοοτροπία και αντίληψη. Ο διχασμός παραμονεύει στη γωνία. Ο εμφυλιοπολεμικός λόγος αναζωπυρώνεται με την πρώτη ευκαιρία.
Τα καθημερινά δελτία Τύπου των δύο μεγάλων κομμάτων είναι γεμάτα εχθρικά επίθετα για τον πολιτικό αντίπαλο. Υπουργοί σχολιάζουν την αποτυχία τους μεταθέτοντας την ευθύνη στους πολίτες ή στους υφισταμένους τους. Ο πρωθυπουργός προσβάλλει Έλληνα πολίτη από το βήμα της Βουλής σε μια αποτυχημένη απόπειρα χιούμορ. Σκάνδαλα, ράσα και προεκλογικές παροχές είναι το τρίπτυχο μιας παρακμιακής καθήλωσης σε ένα μικρόκοσμο, που τροφοδοτείται από τις επιδιώξεις λίγων στις μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά που ενώνουν τις πλατείες Συντάγματος και Κολωνακίου.
Φαίνεται ότι βγήκαμε από την κρίση χωρίς κάποια βασικά συμπεράσματα ή έστω κάποιου είδους επιθυμητή συμβατότητα με άλλες χώρες που τη γλίτωσαν. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συνανθρώπων μας θεωρεί ότι η πολιτική λειτουργεί ως ένα σύμπαν με δικούς του κανόνες και συνθήκες συναλλαγής, διαφθοράς και αλληλο-εξυπηρετήσεων.
Υπάρχει όμως και ο χώρος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εκεί τα πράγματα μάλλον είναι διαφορετικά. Ίσως γιατί εκεί σκάνε τα πρώτα κύματα της κοινωνικής ωρίμανσης ή οι κρίσεις της καθημερινότητας. Από το 2010, που λειτούργησε ο “Καλλικράτης” και παρά τα προβλήματά του, περιφέρειες και δήμοι υποκατέστησαν και συμπλήρωσαν πολλές από τις λειτουργίες του κεντρικού κράτους, ενώ δημιουργήθηκαν νέοι θεσμοί και υπηρεσίες για την προστασία των ασθενέστερων. Αν βέβαια το κράτος έλυνε τα χέρια της Αυτοδιοίκησης, θα λυνόντουσαν και περισσότερα προβλήματα. Και σίγουρα θα γλιτώναμε και ανθρώπινες ζωές, περιουσίες και ταλαιπωρία, αν αποκεντρώναμε την πλειοψηφία των κρατικών υπηρεσιών και αφήναμε την κεντρική κυβέρνηση να σχεδιάζει και να αξιολογεί τις πολιτικές της. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Η ιστορία όμως που έχει σημασία είναι ότι σήμερα η σημερινή κεντρική πολιτική απογοητεύει τους πολίτες. Οι προσδοκίες όμως δεν θα μείνουν ορφανές. Πολλές θα στραφούν προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Έχουμε δει ότι ένας καλός δήμαρχος, που διαδέχεται έναν άλλο καλό δήμαρχο, μπορούν μαζί να κάνουν τη διαφορά και να αλλάξουν αντιλήψεις, να βάλουν τους πολίτες στο παιχνίδι, ώστε να προστατεύουν την πόλη τους από πισωγυρίσματα.
Δυστυχώς αυτή η ‘συνέχεια’ δεν συνέβη στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Μια καλή θητεία διακοπτόταν από οπορτουνιστές ή όσους έψαχναν εφαλτήριο για την κεντρική πολιτική σκηνή. Όμως η παρακαταθήκη Καμίνη και Μπουτάρη, με όσα αρνητικά και αν τους προσάψει κανείς, είναι μια βάση για να χτίσει κανείς. Απέδειξαν ότι μπορεί μια δημοτική αρχή να εκφράζει έμπρακτα προοδευτικές αρχές και πολιτικές. Και ότι προφανώς είναι σημαντικό να αλλάζουν οι λάμπες και να μαζεύονται τα σκουπίδια στην ώρα τους, αλλά είναι εξίσου σημαντικό να σέβεσαι το δημόσιο χρήμα, να μεριμνάς για όσους δεν έχουν ένα πιάτο φαγητό, να τα βάζεις με τους νεοναζί και να ανοίγεις τους πολιτισμικούς και οικονομικούς ορίζοντες της πόλης σου.
Κάθε δήμαρχος πρέπει να κρίνεται από τις συνθήκες που καλείται να διαχειριστεί. Τώρα πια στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, δήμαρχοι και περιφερειάρχες θα έχουν ακόμη πιο σημαντικό ρόλο. Ούτως ή άλλως, με τον “Κλεισθένη”, κανείς δεν θα περισσεύει την επόμενη μέρα. Ρεαλιστές και ιδεαλιστές θα πρέπει να συνεργαστούν για το καλό των πόλεων, αλλά και για τη χαμένη τιμή της πολιτικής, έτσι όπως την χρεοκοπούν καθημερινά οι σημερινοί κυβερνώντες.