Το φάντασμα της Θάτσερ πλανάται πάνω από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Μετά από μια οπερέτα παλινωδιών, η κυβέρνηση εφάρμοσε τη συνταγή “με εντολή Πρωθυπουργού”, ώστε ο κ. Μητσοτάκης να απειλήσει με αποκλεισμό των ελληνικών ποδοσφαιρικών ομάδων από τις διεθνείς διοργανώσεις, όπως είχε πράξει η Μάργκαρετ Θάτσερ το 1986. Κανείς δεν γνωρίζει βέβαια αν ο Πρωθυπουργός μιμηθεί και το Football Spectators Act, που ουσιαστικά επέβαλε νέους κανόνες στο αγγλικό ποδόσφαιρο, μιας και θα χρειαστεί να τηρηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στο αυτοδιοίκητο το ποδοσφαίρου και τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο διανύει μια ζοφερή περίοδο. Κακό θέαμα, οι θεατές λιγοστεύουν, οι ελληνικές ομάδες χάνουν στον διεθνή ανταγωνισμό, η ποδοσφαιρική βία ενώνεται με άλλες μορφές ανομίας και βίας και εκτός γηπέδων. Χρειάζονται παρεμβάσεις από την Πολιτεία και συνεργασία με τις ομάδες, ώστε να γνωρίζουν όλοι ότι όποιος φεύγει από το τραπέζι θα έχει κυρώσεις. Η ουσία όμως δεν απασχόλησε την κυβέρνηση, που ενεπλάκη στο γνωμοδοτικό όργανο και έριξε λάδι στη φωτιά με τη χειραγώγηση της Βουλής και την περίφημη τροπολογία.
Είναι άλλη μια απόδειξη ότι οι μεγαλοστομίες περί καλής νομοθέτησης, κανονικότητας και νομιμότητας ναυαγούν κάθε φορά στις ξέρες της επιπολαιότητας και της απουσίας σχεδίου. Άλλωστε, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Βρετανοί, που αποχώρησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση την εβδομάδα που μας πέρασε, “δε μπορείς να διδάξεις σε ένα γέρικο άλογο καινούρια κόλπα”. Η Νέα Δημοκρατία εξάλλου, δεν συνέδεσε ποτέ τη θητεία της με προσπάθειες εξυγίανσης ή κάθαρσης στο ποδόσφαιρο.
Με την επίμαχη τροπολογία, προτίμησε να κάνει τον τροχονόμο ανάμεσα στο οπαδικό συναίσθημα και μετατρέψει την Πολιτεία σε μπαλάκι του πινγκ πονγκ ανάμεσα σε δυο ομάδες και τους ιδιοκτήτες τους. Και εκτέθηκε, τόσο με την διαγραφή του κ. Ζαγοράκη, τον οποίο ουσιαστικά δικαίωσε, όσο και με τις δηλώσεις υπουργών και στελεχών, που μίλησαν για προστασία της κοινωνικής συνοχής.
Βέβαια, αν η κυβέρνηση ενδιαφερόταν πραγματικά για την κοινωνική συνοχή, θα έσπευδε να επικυρώσει συλλογικές συμβάσεις εργασίας για εργαζομένους, όπως πχ τους σερβιτόρους, που ζουν με 300-400 ευρώ το μήνα, θα προστάτευε την πρώτη κατοικία, θα επανέφερε και θα νομοθετούσε την 13η σύνταξη, θα σεβόταν τα παιδιά των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων δίνοντας αξία στη δημόσια παιδεία και όχι μόνο στα κολλέγια, θα έπαιρνε πρωτοβουλίες για το ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες που δεν έχουν πρόσβαση στη δημόσια υγεία ή ζουν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας και φυσικά, θα αντιλαμβανόταν την αγωνία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών που δεν συμμερίζονται την αισιοδοξία της, αλλά βιώνουν καθημερινά το στέγνωμα της αγοράς, την αδυναμία των τραπεζών να δίνουν δάνεια και τα λιμνάζοντα κονδύλια του ΕΣΠΑ.
Το Κίνημα Αλλαγής δεν μπορούσε να νομιμοποιησει αυτήν τη διευθέτηση. Και παρόλο που διαφωνούσε, όπως και τα υπόλοιπα κόμματα, με την τροπολογία, επέλεξε να απέχει, ώστε να στείλει μήνυμα στην Κυβέρνηση ότι υπάρχουν όρια στον ευτελισμό της νομοθετικής διαδικασίας και των θεσμών. Ότι η Πολιτεία δεν μπορεί να είναι όμηρος οπαδικών συναισθημάτων και δύο ομάδων. Η Πολιτεία υπηρετεί το δημόσιο, όχι το οπαδικό συμφέρον ή όσους το αναζωπυρώνουν.
Στο αδιέξοδο που βρέθηκε η κυβέρνηση, αναζήτησε τρόπους να κρύψει το πρόσωπό της στον καθρέφτη, αλλά και την απουσία του πρ. Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά από την ψηφοφορία. Και εξαπέλυσε εξαπτέρυγα και παπαγαλάκια να ασκήσουν κριτικό στο Κίνημα Αλλαγής για τη στάση του. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Κίνημα Αλλαγής είναι η μόνη αντιπολιτευτική δύναμη που παράγει πολιτική. Προτείνει και καταθέτει προτάσεις νόμου, όπως η πρόσφατη για το δημογραφικό ζήτημα. Δεν κρύβεται στο κονάκι της διαμαρτυρίας, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που δε μπορεί να ασκήσει πολιτική σε συνθήκες μη-κρίσης. Εξού και ένας ανοιχτός και ειλικρινής διάλογος για το μέλλον του ποδοσφαίρου αλλά και του επαγγελματικού αθλητισμού, θα μας βρει παρόντες.
*Άρθρο στην Κυριακάτικη “Νέα Σελίδα”, 02/02/2020