“..Και στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις που πήρα μέρος, καμία δεν εξελίχθηκε σε δημόσια συζήτηση για το μέλλον της χώρας μου. Όλες ήταν μοχθηρές επιθέσεις για το δικαίωμα μου να πολιτεύομαι. Είναι εντυπωσιακό ότι στα πεντέμιση χρόνια μου στην πολιτική, κανείς από τους αντιπάλους μου δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να επιτεθεί σε όσα έλεγα, στο πρόγραμμά μου ή στο τι ήθελα να κάνω για τη χώρα μου. Ήταν πολύ απασχολημένοι με το να μου επιτίθενται προσωπικά”, γράφει ο καθηγητής Michael Ignatieff, στον απολογισμό του σύντομου περάσματός του από τις παρυφές της καναδικής πολιτικής.
Αντί για τον Ιγκνάτιεφ, θα μπορούσε στη θέση του να μιλά ένας Έλληνας πολιτικός, που μπήκε στην πολιτική το 2009 και βρέθηκε να στηρίζει ‘μνημονιακές’ κυβερνητικές πλειοψηφίες, πληρώνοντας το κόστος των πεποιθήσεων ή και της κομματικής του πειθαρχίας. Ένας πολιτικός, του οποίου αμφισβητήθηκε ο πατριωτισμός, η κοινωνική ευαισθησία, το ήθος και η εντιμότητά, έξω και μέσα από τη Βουλή. Που εισέπραξε μερικές χιλιάδες ανοιχτές παλάμες, είδε το ομοίωμά του σε αγανακτισμένες κρεμάλες ή δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει δημόσια για μερικά χρόνια. Μπορεί να ήταν ένας από αυτούς που άκουσε το σημερινό πρωθυπουργό να αποκαλεί το Γιώργο Παπανδρέου “Πινοσέτ”, κάποιους συναδέλφους του στη Βουλή να προβλεπουν κρεμάλες, ελικόπτερα, αραβικές και λατινοαμερικάνικες εξεγέρσεις, αλλά και αρκετούς συντρόφους του να αλλάζουν με ευκολία κομματικά έδρανα, οπως τα παιδιά παίζουν μουσικές καρέκλες.
Το μάντρα της εγχώριας κακοφωνίας ήταν και είναι σαφής: αν φύγουν “αυτοί”, οι μνημονιακοί, οι εθνοπροδότες, οι γερμανοτσολιάδες, αν φύγει η Μέρκελ και η Τρόικα, θα γυρίσουμε στο παραδείσιο 2008. Και για έξι χρόνια, η πολιτική αντιπαράθεση, με πρώτο ψάλτη πάντα την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση, με το διακριτικό ή αδιάκριτο σιγοντάρισμα αρκετών ΜΜΕ, παρέμεινε επιφανειακή, διχαστική, γεμάτη αναχρονιστικές ερμηνείες που ανασύρθηκαν από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίες μας.
Αυτά τα χαρακώματα, που πρώτη άνοιξε η Νέα Δημοκρατία του κ. Σαμαρά, βάθυναν και χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τέλους από το ΣΥΡΙΖΑ και τους ακροδεξιούς φίλους του. Ο δημόσιος διάλογος μετατοπίστηκε σε ένα προ-πολιτικό στάδιο ύβρεων, κατηγοριών, επιθετικών προσδιορισμών. Αν είναι καλά ή κακά τα μνημόνια, πως θα βγούμε απο αυτά, τι κάνουμε χωρίς αυτα και που θέλουμε να πάμε, δεν είχε (και δεν έχει) πολλη σημασία: η προγραμματική συζήτηση έμεινε για τους κύκλους των διανοοουμένων. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις σχεδόν πολεμικές δημόσιες ανακοινώσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα την περίοδο 2012-2014. Από τη μία οι “δυνάμεις κατοχής” και από την άλλη οι “μπαχαλάκηδες”.
Σήμερα η βουβαμάρα γύρω μας μαρτυρά ότι το “ηθικό πλεονέκτημα”, τα “καθαρά χέρια” και η “πολιτική των έσχατων μέσων” νίκησαν κατά κράτος τις ιδέες, το πρόγραμμα και τελικά το συμβιβασμό, που είναι η πεμπτουσία της δημοκρατικής διαδικασίας, αλλά και του ευρωπαϊκού πολιτικού γίγνεσθαι. Στην περίπτωση της Ελλάδας θα μπορούσε να είναι και προϋπόθεση εξόδου από τη δοκιμασία. Μπορεί σε μια δημοκρατία, σε ένα Κοινοβούλιο ή ακόμα και στα τηλεοπτικά πάνελ ο πολιτικός ανταγωνισμός να τρέφεται από την πόλωση και την ένταση, αλλά η αμφισβήτηση του πατριωτισμού του αντιπάλου σου είναι χτυπημα κάτω από τη ζώνη. Είναι η στιγμή που βαφτίζεις τον αντίπαλό σου, σε εχθρό. Και με τον εχθρό δεν κάνεις διάλογο. Θέλεις απλά να τον εξαφανίσεις, να του στερήσεις το δικαίωμα να υπερασπιστεί αυτά που πιστεύει ή ακόμη και να σου ασκεί αντιπολίτευση.
Η ανίερη εγχώρια σύμπραξη εθνικιστών, ακρο-λαϊκο-δεξιών, κάθε είδους ζηλωτών και ριζοσπαστών Αριστερών επέβαλε ένα άνευ προηγουμένου unfair play στο δημόσιο διάλογο, Αμφισβήτησε ευθέως και επίμονα τα κινητρα και την καλή πίστη των πολιτικών του αντιπάλων. Και δεν θέλει ιδιαίτερη φαντασία για να αντιληφθεί κανείς πόσο δηλητηριάζει αυτή η πολεμική θεώρηση της πολιτικής μια Πολιτεία. Μετατρέπει τον πολιτικό δημόσιο χώρο σε αρένα. Το αίμα των μονομάχων ποτίζει την όρεξη του κοινού για περισσότερο λαΪκισμό, συνομωσία, σκάνδαλα, κατηγορίες. Τα κομματα δεν παράγουν θέσεις, αλλά παράγουν τηλεοπτικούς ζηλωτές, βαστάζους και κλακαδόρους. Οι συμβολισμοί αντικαθιστούν τις πράξεις. Πατρίς, θρησκεία, υπουργοί-σχολιαστές και πολεμικές αποζημιώσεις. Θεσμοί, που δεν επιτρέπεται να μολύνονται από τον κομματισμό, όπως το Κοινοβούλιο μετατρέπονται σε ιερά εξέταση και εργαλείο κυβερνητικής και προσωπικής προπαγάνδας.
Φυσικά, όταν έχεις μετατρέψει αντιπάλους σε εχθρούς και συνεχίζεις να κατασκευάζεις περισσότερους, κάθε χείρα βοηθείας θα μεταφράζεται αυτόματα σε υποχώρηση, προδοσία, ενδοτισμό. Για αυτό, η “καθαρότητα” και το “ηθικό πλεονέκτημα” είναι δίκοπα μαχαίρια για μια κυβέρνηση, αν συνοδεύουν νοητικές εσχατιές ή απωθημένα και δεν συμβαδίζουν με το συλλογικό συμφέρον. Δεν θελει πολύ η υπερκατανάλωση δήθεν αξιοπρέπειας στο εσωτερικό για να μας μετατρέψει σε παρία στο εξωτερικό.