Μια πρόσφατη έρευνα για τις κοινωνικές πεποιθήσεις των νέων, που δημοσιεύθηκε στον Τύπο, προκάλεσε αρκετά σχόλια και δικαιολογημένο προβληματισμό. Η πλειοψηφία των ερωτώμενων 18 έως 29 χρόνων δηλώνει ότι εμπιστεύεται το στρατό, υποστηρίζει τη θρησκευτική εκπαίδευση και την ανωτερότητα των Ελλήνων.
Οι μισοί περίπου νέοι ενοχλούνται από τους μετανάστες, πιστεύουν στη θανατική ποινή, κρίνουν ως παράνομη την άμβλωση ακόμη και όταν δεν απειλείται η ζωή της γυναίκας και θεωρούν την ομοφυλοφιλία ως κάτι «μη φυσιολογικό». Η κορυφαία στιγμή της πίστης στους δημοκρατικούς θεσμούς ταυτίζεται με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, η οποία όμως έχει πτωτική πορεία από το Μαρτιο μέχρι σήμερα, όπως άλλωστε και η υποστήριξή τους στο ευρώ. Αραγε, μήπως η γενιά της κρίσης γέρασε πρόωρα; Μήπως, εκτός από μια κοινωνία γερόντων μεταλλασσόμαστε σε μια κοινωνία «νεογερόντων», συντηρητικών και φοβικών; Η απάντηση είναι σύνθετη.
Σχεδόν σε όλα τα ευρήματα, η κρίση των νέων ακολουθεί την κρίση των γονιών τους. Αυτό που αποκαλούμε «χάσμα γενεών», φαίνεται να γεφυρώνεται από την κοινή εμπειρία της επταετούς ύφεσης. Ενώ δηλαδή η γενιά της χιλιετίας είναι η μεγάλη χαμένη, φορτωμένη με ανεργία, δημόσιο χρέος, λιγότερες ευκαιρίες και θα έπρεπε να χειραφετείται ενάντια στους γονείς της, η «διαμεσολάβηση» της κοινής στέγης, της χειμαζόμενης μεσοαστικής οικογένειας, αμβλύνει τις αντιθέσεις και δημιουργεί κοινές αντιλήψεις.
Ομως, μια τέτοια εξέλιξη είναι αναπόφευκτη. Για πολλούς νέους η κρίση ήταν μια ματαίωση και μια οδυνηρή περιπέτεια για τους γονείς τους. Σήμερα πολλοί φιλοδωρούνται από το υστέρημα των παππούδων, οι άνεργοι απασχολούνται εποχιακά ή part time, άλλοι εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους, άλλοι δεν απολαμβάνουν αγαθά που απολάμβαναν τα μεγαλύτερα αδέρφια ή φίλοι τους. Αν η ύφεση συνεχιστεί, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ζήσουν το τελευταίο επεισόδιο της ελληνικής οικογένειας όπως τη γνωρίζαμε, ως μια προστατευτική δηλαδή «ομπρέλα» από τους κινδύνους της ανεργίας και της φτώχειας.
Οι τάσεις αυτές δεν είναι πρωτόγνωρες. Και στις καλές εποχές, οι νέοι στην Ελλάδα παρουσίαζαν ανάλογα συντηρητικά ρεφλέξ, περίπου ευθυγραμμισμένα με των γονιών τους. Επίσης, τηρουμένων των αναλογιών, έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους αντίστοιχους millennials της Ευρώπης και των ΗΠΑ: μειωμένη κοινωνική εμπιστοσύνη, τάση προς πολιτική ανεξαρτησία, υπέρβαση του άξονα Αριστερά-Δεξιά, πρωτοφανή εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες, μεταφυσικές-θρησκευτικές αναζητήσεις αλλά και χαμηλότερο εισόδημα και ευκαιρίες σε σχέση με τους γονείς τους (boomers) και τη γενιά 35-49 (Generation X). Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς την ιδιότυπη, αλλά καταστροφική ασυλία που απολαμβάνει η ‘νεότητα’ στην Ελλάδα ακόμη και σε προχωρημένες ηλικίες, τη γήρανση και την αποχώρηση εκατοντάδων χιλιάδων καταρτισμένων νέων από τη χώρα, τα ευρήματα θα έπρεπε να σοκάρουν μόνο τους αθεράπευτα ρομαντικούς.
Θα είναι κοινωνικά και πολιτικά επιζήμιο να πιστέψουμε ότι αυτές οι τάσεις είναι μη αναστρέψιμες ή ότι θα διορθωθούν όταν ανακάμψει η οικονομία. Ή ακόμη χειρότερα, ότι οι νέοι, όπως και οι μεγαλύτεροι κάποια στιγμή θα καταλάβουν ότι πίστεψαν σε λαοπλάνους και θα επιστρέψουν μετανιωμένοι σε αυτους που ψήφιζαν μέχρι χθες.
Μπορούμε να «διαβάσουμε» την κατάσταση διαφορετικά. Να σκεφτούμε ότι μέσα απο τέτοιες έρευνες, η γενιά της κρίσης δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διατυπώνει αιτήματα, να ζητά παραδείγματα, να ψάχνει απαντήσεις και να φωνάζει για εκπροσώπηση. Η πολιτική δεν είναι μόνο προσφορά, δηλαδή ποια κόμματα ή συνεργασίες είναι διαθέσιμα στην πολιτική «αγορά», αλλά κυρίως ζήτηση, ποια κοινωνικά αιτήματα δηλαδή μπορούν να εκφράσουν και να ενσωματώσουν τα σημερινά ή τα αυριανά κόμματα.
Οταν μια κοινωνία βρεθεί στην καταιγίδα, επιλέγει αν θα βγει από το στάδιο της άρνησης προσαρμόζοντας τους στόχους της ή θα συνεχίσει να πεισμώνει, ανακαλύπτοντας διαρκώς «πάτους». Μια ηγεσία που δεν ξεριζώνει το πρόβλημα, δεν δίνει το παράδειγμα και ζητά διαρκώς από τους πολίτες να κάνουν θυσίες χωρίς αντίκρισμα, σύντομα αποτυγχάνει και κληροδοτεί στις κοινωνικές ομάδες απογοήτευση, θυμό και δυσπιστία. Κάπου εκεί βρισκόμαστε. Με τη μισή νεολαία εκτός συνόρων και την άλλη εγκλωβισμένη εντός ύφεσης, ενδεχομένως να υπάρχει πολιτικό έδαφος για όσους πια μιλούν συγκεκριμένα, ταυτίζουν την εθνική ταυτότητα με την παιδεία και την εργασία και φέρουν την πολιτική πιο κοντά στην ψηφιακή κουλτούρα, άρα και στην καθημερινή συμμετοχή.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Protagon