Η τραγωδία των Τεμπών έφερε εμφατικά στο προσκήνιο την διαχρονική και κύρια πηγή δυσπιστίας των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα: τη λειτουργία του κράτους. “Ήταν η κακιά η (χ)ώρα”, όπως έγραψαν χιλιάδες μαθητές σε μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη διαγενεακή αδικία που τους καταδικάζει να μεγαλώνουν με επισφάλεια, φόβο και οργή.
Επιπλέον, το βουβό πένθος μας έκανε όλους να ξανασκεφτούμε τις ευθύνες που έχουμε ως πολίτες, πολιτικοί, ΜΜΕ, επιχειρηματίες, δημόσιοι υπάλληλοι, συνδικάτα. Να προβληματιστούμε για τις προϋποθέσεις και τους όρους των ιδιωτικοποιήσεων βασικών δημοσίων υποδομών, για τους ρυθμούς συμβασιοποίησης και εκτέλεσης των δημοσίων έργων, για την αξιοκρατία στο Δημόσιο, για τη σημασία της πολιτικής ευθύνης.
Με το πολιτικό κοντέρ να μηδενίζει, η τραγωδία στα Τέμπη μοιάζει ικανή να επανεφεύρει και το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αν και δεν θα γλιτώσουμε από τις επιφανειακές κοκορομαχίες, τουλάχιστον έχουμε τη δυνατότητα να συγκρουστούμε προγραμματικά για το κράτος που θέλουμε βλέποντας το παγόβουνο της κλιματικής κρίσης, της ενεργειακής επισφάλειας, της πληθυσμιακής γήρανσης να ζυγώνει.
Πρόσφατα, η δοκιμασία της πανδημίας λειτούργησε καταλυτικά για τα κράτη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αφενός επανατοποθέτησε το κράτος στη θέση του οδηγού, αφετέρου γέννησε το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, επιδοτήσεις δηλαδή και δάνεια με στόχο την ενίσχυση των υποδομών, της πράσινης μετάβασης, της κοινωνικής συνοχής. Στην Ιταλία, το εν λόγω Ταμείο χρηματοδότησε την καινοτομία και την αναγέννηση του δημοσίου συστήματος υγείας, αλλά και προγράμματα αποκέντρωσης των πολιτών προς την επαρχία. Στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Γερμανία κατασκευάζουν δεκάδες χιλιάδες κατοικίες με φτηνό ενοίκιο, προωθούν τις ενεργειακές κοινότητες, τη βιώσιμη αστική κινητικότητα, πολιτικές απασχόλησης, την ψηφιοποίηση του κράτους και της οικονομίας.
Καθώς δε στην υπόλοιπη Ευρώπη το τρένο είναι πρωταγωνιστής και όχι παρίας στις δημόσιες μεταφορές, στην Ισπανία θα διατεθούν 13.2 δις για βελτίωση των σιδηροδρομικών υποδομών, ηλεκτροκίνηση, ανάπτυξη αστικών μέσων μαζικής μεταφοράς. Στην Πορτογαλία θα διατεθούν 600 εκατομμμύρια για επέκταση του μετρό, ενώ στη Γαλλία 4,4 δις διοχετεύονται στον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου και άλλα 1,2 δις για την ανάπτυξη της χρήσης ποδηλάτων και δημοσίων συγκοινωνιών. Παρόμοια χρηματοδοτικά εργαλεία παρέχει και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, με πιο εμβληματικό έργο την χρηματοδότηση 79 τρένων νέας γενιάς στην Ολλανδία.
Στην Ελλάδα, όπου το Ταμείο Ανάκαμψης περνά κυρίως μέσα από τις τράπεζες για να εξυπηρετήσει λίγους και φίλους, τα τρένα εκχωρήθηκαν με αποικιοκρατικούς όρους (45 εκ. ευρώ) στην FSI, το δίκτυο του ΟΣΕ περιμένει 9 χρόνια το σύστημα τηλεδιοίκησης, φωτεινούς σηματοδότες και ενδοεπικοινωνία και ο οργανισμός λειτουργεί με το ⅓ του προβλεπόμενου προσωπικού, μέρος του οποίου μετατάσσεται ή “κινείται” με πελατειακά κριτήρια.
Αν πράγματι έφτασε ο κόμπος στο χτένι και η διαμαρτυρία μας έχει μια πιθανότητα να πιάσει τόπο, είναι η ώρα να καταλάβουμε ότι σε κάθε κρίση που θα μας βρίσκει, η χώρα θα βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στα προβλήματά της. Κάθε φορά που θα προσπαθεί με κόπο να ανακάμψει, θα την βρίσκει η επόμενη περιπέτεια και θα την σπρώχνει όλο και πιο πίσω. Αν δεν μετατρέψουμε την ριζοσπαστική μεταρρύθμιση του κράτους σε πάνδημο αίτημα, αν δεν επιβάλουμε την αξιοκρατία, την διαφάνεια, τον έλεγχο, την αποτελεσματικότητα, την κινητικότητα, την αξιολόγηση, οι θεσμοί μας θα παραμείνουν αδύναμοι, το κράτος θα πλάθεται στα μέτρα κάθε κυβερνώντα και η οικονομία θα αφελληνίζεται, κινούμενη από το βραχυπρόθεσμο κέρδος. Αντί για ευθύνες του χθες, είναι η ώρα να αναζητήσουμε την υπεύθυνη πρόταση του αύριο, για μια κοινωνία δίκαιη και μια οικονομία ανθεκτική.
*Άρθρο στο site NEWS 24/7, 17.03.23.