Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο οικονομολόγος Τομά Πικετί ανέφερε ότι η επικράτηση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού τα τελευταία 30 χρόνια όχι μόνο δημιουργεί και μεγαλώνει τις ανισότητες, αλλά διαβρώνει και την δημοκρατία. Οι εθνικές κυβερνήσεις δεν έχουν πλέον τα εργαλεία να κρατήσουν το κεφάλαιο μέσα στα σύνορά τους, ώστε να το φορολογήσουν και να το αναδιανείμουν με επιδόματα, συντάξεις, δημόσιες επενδύσεις, κοινωνικές υπηρεσίες. Η μετατροπή της εργασίας σε ευέλικτο και φτηνό “εμπόρευμα” βάσει του διεθνούς καταμερισμού & ανταγωνισμού, αποδυναμώνει και αποδιοργανώνει τα συνδικάτα, τον κοινωνικό διάλογο, τους χώρους εργασίας. Αλλιώς οργανώνεται ο βιομηχανικός εργάτης του 8ωρου, αλλιώς ο εποχιακός σερβιτόρος των 400 ευρώ, αλλιώς ο ψηφιακός νομάς που κάνει δυο δουλειές για να βγάλει έναν αξιοπρεπή μισθό.
Χωρίς να υπάρχει σοβαρή εναλλακτική, η συζήτηση γύρω από τα οικονομικά ζητήματα εξασθενίζει. Οι κοινωνικές διεκδικήσεις μετατρέπονται σε ταυτοτικές. Η κοινωνική τάξη δίνει τη θέση της στα σύνορα. Οι πολιτικές μάχες δηλαδή, αφορούν όλο και λιγότερο την οικονομία και όλο περισσότερο την εθνικότητα, την ταυτότητα, την “καθαρότητα”, τον έλεγχο, την ασφάλεια. Και όσο η ατζέντα μετατοπίζεται εκεί, τόσο χάνει η κοινωνική δημοκρατία και κερδίζει η Ακροδεξιά.
Με την εύκολη διάχυση θεωριών συνωμοσίας και μίσους στο Διαδίκτυο, τα social media επιταχύνουν και βαθαίνουν το χάσμα, την πόλωση, τον φανατισμό, τη δυσπιστία στο “σύστημα”. Αυτό εξηγεί και τη “μεγάλη απο-ευθυγράμμιση”, την μετατόπιση δηλαδή αστικών και ανώτερων στρωμάτων προς τα Αριστερά και την στήριξη της ακροδεξιάς από κατώτερα, εργατικά και φοβισμένα στρώματα, χωρίς βέβαια αυτός ο διαχωρισμός να ισχύει απόλυτα. Αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στις δυτικές δημοκρατίες, αυτό συνέβη με το Brexit, αυτό παρακολουθήσαμε σε ζωντανή μετάδοση από το Καπιτώλιο των ΗΠΑ σε μια ακραία (;) του εκδοχή.
Σε βάθος χρόνου, οι ανισότητες θα κανουν τον καπιταλισμό ανυπόφορο. Δεν είμαστε μακριά από έναν κόσμο που οι περισσότεροι δουλεύουν σε ευέλικτες μορφές εργασίας, δεν μπορούν να αποταμιεύσουν, πληρώνουν δάνεια ως συνταξιούχοι, ακριβά ενοίκια ως εργαζόμενοι, ιδιωτική υγεία και περίθαλψη, ενώ όλο και λιγότεροι θα μπορούν να επηρεάζουν τη νομοθεσία, τις πολιτικές αποφάσεις, τους όρους του δημοκρατικού παιχνιδιού. Το πολιτικό χρήμα διαφθείρει την δημοκρατία, όσο η κοινωνία κλείνεται στον μικρόκοσμό της, ανήμπορη να διεκδικήσει, να συζητήσει, να οργανωθεί. Τα κόμματα μετατρέπονται σε ορτινάτσες και ουρές, εκλογικοί μηχανισμοί χωρίς ηθικά και ιδεολογικά ερείσματα, όπως το σημερινό ρεπουμπλικανικό κόμμα στις ΗΠΑ, που έκλεισε τα μάτια σε όσα έκανε ο Τραμπ για μια τετραετία.
Οι ρίζες λοιπόν του κακού βρίσκονται στην απουσία ή στην ατολμία εναλλακτικής στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση. Οι ανισότητες και η διαφθορά είναι η βάση, ο νατιβισμός η άμεση συνέπεια, η ακροδεξιά επικυριαρχία το θλιβερό αποτέλεσμα. Μέσα σε κρίσεις που βαθαίνουν και διευρύνουν τα κοινωνικά προβλήματα, όπως η πανδημία, είναι βέβαιο ότι θα γεννηθούν νέοι διχασμοί και κινήματα γύρω από τον ιό, το εμβόλιο, το 5G, την κλιματική αλλαγή, τους “μολυσμένους” και τους “καθαρούς”.
Για να προλάβουμε αυτούς τους διχασμούς, πρέπει η συζήτηση και η μάχη να επιστρέψουν στην οικονομία με αφορμή την πανδημία. Η πρόσκαιρη – έστω – επίκληση της σημασίας του κράτους να γίνει αφορμή να ξανασκεφτούμε τον προστατευτικό, καθοδηγητικό, χρηματοδοτικό και ελεγκτικό του ρολο. Ακόμη και ένας “σοσιαλδημοκρατικός καπιταλισμός”, όπως τον αναφέρει ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς, δεν αρκεί χωρίς ευρωπαϊκές εγγυήσεις ή πολιτικές που θα στηρίξουν την εργασία, την αλληλεγγύη και την οικονομική δημοκρατία. Η προσπάθεια είναι δύσκολη, αλλά ο άλλος δρόμος οδηγεί σε έναν κοινωνικό εκφυλισμό, στο θάνατο της δημοκρατίας και την επικράτηση του αυταρχισμού.
*Θέμα της Κυριακής, 10.01.2021