Καμία γενιά δεν δικαιούται να επιβαρύνει τον πλανήτη για την επόμενη. Αυτή η ηθική επιταγή της αειφορίας είναι και ο πυρήνας της δικαιοσύνης ανάμεσα στις γενιές. Αυτήν την ηθικη επιταγή έχουν ενσωματώσει δεκάδες δημοκρατικά Συντάγματα στον πλανήτη, μαζί του και το δικό μας στο άρθρο 24, που αναφέρεται ρητά στην υποχρέωση του κράτους και των πολιτών να προστατεύουν το περιβάλλον.
Μπορεί η πραγματικότητα να είναι διαφορετική και να υπαγορεύεται από τα εθνικά οικονομικά συμφέροντα, αλλά όπως και στην οικονομική κρίση, η κλιματική αλλαγή μας θυμίζει ότι η μοίρα μας είναι κοινή ανεξαρτήτως συνόρων. Και σίγουρα δεν περιορίζεται μόνο στα ορυκτά καύσιμα, αλλά ακουμπά στην εμπορική πολιτική, στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, στην ενεργειακή πρόοδο. Χρειάστηκαν μια αποφασισμένη 16χρονη μαθήτρια από τη Σουηδία και η ανεπαναληπτη οικολογική καταστροφή στον Αμαζόνιο για να πειστούν ακόμη και οι τελευταίοι άπιστοι ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά στο σημείο της μη επιστροφής. Ακόμη και στην Ελλάδα ζούμε οικολογικές δυστοπίες και καιρικά φαινόμενα, που μέχρι πριν μερικά χρόνια έμοιαζαν σενάρια επιστημονικής φαντασίας.
Δυστυχώς όμως ο διεθνής συντονισμός και οι δεσμεύσεις για την κλιματική αλλαγή είναι προβληματικές, ευέλικτες και ασύμμετρες, εξαιτίας κυρίως της στάσης των Η.Π.Α. και των ανεπτυγμένων χωρών, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στη Συμφωνία του Παρισίων, παρά τον οικουμενικό της χαρακτήρα. Σημαντικό βέβαια ρόλο έπαιξε και η οικονομική κρίση, που μείωσε το κόστος της εμπορίας ρύπων, αλλά και η οικονομική εκτόξευση των αναπτυσσόμενων χωρών – των διαχρονικά “ριγμένων”, αλλά πλέον συνυπεύθυνων στην υπόθεση του περιορισμού του ρυπογόνου τρόπου ανάπτυξης και ζωής.
Η Ελλάδα είναι μέρος αυτού του παράδοξου – ή καλύτερα της γενικευμένης υποκρισίας. Την ώρα που δεσμεύεται για τη μείωση των ρύπων μέχρι το 2030 και λίγες ημέρες πριν η Βουλή εγκρίνει τη Συμφωνία των Παρισίων, η ΔΕΗ συμφωνούσε με την κινεζική CMEC την κατασκευή νέας λιγνιτικής μονάδας στη Φλώρινα το 2016. Επίσης, υπάρχει συναίνεση γύρω από τις εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, με οριακά αποικιοκρατικούς όρους περιβαλλοντικής (υπο)προστασίας, αλλά και οι πρόσφατες διατάξεις για την τουριστική αξιοποίηση του αγιαλού που αποσύρθηκαν εξαιτίας της δημόσιας κατακραυγής. Μπορεί μεν όλα αυτά να είναι προϊόντα της ανάγκης για επενδύσεις, αλλά ταυτόχρονα αντανακλούν μια μεγάλη αντίφαση και κοντόφθαλμη αδιαφορία για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής μεγάλου τμήματος της χώρας. Ακόμη και ο τρόπος διαχείρισης των πυρκαγιών από το κράτος, που αποτελούν πια μια μεγάλη ασύμμετρη απειλή, εστιάζεται κυρίως στη διάσωση ανθρώπινων ζωών, θυσιάζοντας το περιβάλλον ελλείψει ικανών μέσων και υπηρεσιών πρόληψης.
Προφανώς ούτε η απολιγνιτοποίηση της ΔΕΗ ούτε οι επενδύσεις σε ΑΠΕ θα λύσουν το πρόβλημα. Οι ειδικοί καλούν σε αλλαγή τρόπου ζωής, για τον οποίο όμως κάποιοι πρέπει να πληρώσουν. Η Παγκόσμια Επιτροπή για την Προσαρμογή υπό τον Μπιλ Γκέιτς αναφέρεται σε επενδύσεις 1,7 τρις δολαρίων μέχρι το 2030 σε όλο το φάσμα της πρόληψης και προστασίας. Η Ελλάδα και το αρμόδιο υπουργείο δεν έχουν χρόνο για χρονοτριβή. Μπορούν άμεσα να επενδυθούν δημόσιοι και ευρωπαϊκοί πόροι για έργα τοπικής και εθνικής εμβέλειας, αλλά να προβλεφθούν και ειδικοί φόροι ή κίνητρα για επιχειρήσεις που θα συμβάλουν στον εθνικό στόχο. Ο εκσυγχρονισμός των υποδομών (πχ φράγματα, λιμάνια), η δημιουργία συστημάτων πρόληψης και έγκαιρης προειδοποίησης για ακραία φαινόμενα (σένσορες, drones), η διαχείριση του νερού, των σκουπιδιών και το “πρασίνισμα” της αγροτικής παραγωγής δεν χρειάζονται μαγικά ραβδιά, αλλά δράση και συνεργασία με τους δήμους, αλλά και το περιβαλλοντικό κίνημα που θα μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Κανείς δεν δικαιούται να κληροδοτήσει έναν εφιαλτικό πλανήτη στις αυριανές γενιές. Ευτυχώς, η κραυγή αγωνίας έρχεται μαζικά από τους χιλιάδες μαθητές που ζητούν επιτέλους γνώση και δράση για το περιβάλλον.
Δημοσιεύτηκε στο “Θέμα της Κυριακής” 22.09.2019