Το 2022 η ελληνική οικονομία θα καταγράψει το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 1995, που θα αγγίζει το 5,19%, σύμφωνα με τις προβλέπεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος που ψηφίζεται στη Βουλή. Πρόκειται για ένα αστρονομικό νούμερο, αν σκεφτεί κανείς ότι αυτό δεν προέρχεται τόσο από την άνοδο των εξαγωγών ή την αύξηση των μισθών, αλλά από υπερφορολόγηση, καθυστερήσεις στις αποπληρωμές του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, περικοπές σε δημόσιες επενδύσεις και φυσικά, τις μειώσεις στις συντάξεις. Μόνο η Πορτογαλία του Σαλαζάρ και η Ρουμανία του Τσαουσέσκου θα ήταν περήφανες για τέτοια πλεονάσματα.
Θα είναι επίσης η έκτη συνεχόμενη χρονιά που το κράτος μας εισπράττει αρκετά περισσότερα απ’ όσα ξοδεύει, ικανοποιώντας το δόγμα της “δημοσιονομικά φιλικής ανάπτυξης” αλλά και του ελλείμματος εμπιστοσύνης που καλλιέργησαν συστηματικά οι ελληνικές κυβερνήσεις απέναντι στα ευρωπαϊκά όργανα.
Λίγο πριν το τέλος του προγράμματος όμως και παρά τα δημοσιονομικά κατορθώματα, το αφήγημα της καθαρής εξόδου και της πολυπόθητης επαφής μας με τις αγορές παραπέμπεται στο μέλλον. Η Ελλάδα δεσμεύεται με τον κορσέ του “μεσοπρόθεσμου προγράμματος” μέχρι το 2022, ενώ η ελάφρυνση του δυσθεώρητου για δυτική χώρα χρέους, θα είναι δυνατή μόνο με στενό έλεγχο, καθώς το δημόσιο χρέος ανήκει στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Η ανάπτυξη θα κινείται στα όρια του 2%, ενώ χάθηκε η περίοδος του φθηνού πετρελαίου και της ποσοτικής χαλάρωσης.
Με τα σημερινά περιοριστικά δεδομένα, η υπόθεση του “ελατηρίου” και της αναπτυξιακής απογείωσης δύσκολα θα επαληθευτεί. Κι αυτό, γιατί από το 2008, όταν η ελληνική οικονομία μπήκε σε ύφεση, οι ευθύνες της πολιτικής και οικονομικής ελίτ είναι σημαντικές. Όπως σημαντικές είναι και των διεθνών και Ευρωπαίων εταίρων. Δεν υπάρχει έκθεση διεθνούς οργανισμού, που να μην αμφισβητεί βάσιμα το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, ως προς το αναπτυξιακό του σκέλος. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη σε ένα ιδιότυπο καθεστώς στασιμο-ανάπτυξης, με ανεξέλεγκτη εργασιακή ανασφάλεια, υψηλά ποσοστά φτώχειας, ραγδαίας γήρανσης και φυσικά χρηματοδοτικής αποστράγγισης. Με κλειστές ουσιαστικά τις τράπεζες, τα μόνα χρήματα που μπαίνουν στη χώρα είναι το συνάλλαγμα του τουρισμού, οι πόροι από τα ευρωπαϊκά ταμεία και τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις. Όσο και αν ο κανόνας λέει ότι καμία χώρα δεν βγήκε από ύφεση χωρίς δημόσιες επενδύσεις, στην Ελλάδα η βελόνα αρκετών “ειδικών” έχει κολλήσει στην επίκληση των 100 δις ιδιωτικών επενδύσεων που κάπως πρέπει να “βρέξουν” τα επόμενα χρόνια και φυσικά, στις ιδιωτικοποιήσεις.
Παρά τις μεγάλες ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης, που δέσμευσε τη χώρα με δυσθεώρητα πλεονάσματα, η οικονομική πολιτική της ευρωζώνης εξακολουθεί να υπαγορεύεται από τον άκαμπτο γερμανικό ορθο-φιλελευθερισμό του “pacta sunt servanda”. Χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες έχουν μετατραπεί σε συγκάτοικους στη λιτότητα, καθηλώνοντας τη μεσαία τάξη σε διαρκώς επιδεινούμενες επιλογές ζωής, με αποτέλεσμα η τελευταία να ξεσπά στις κάλπες υπέρ αντισυστημικών ή ακραίων κομμάτων. Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, με ατμομηχανή τις εξαγωγές αλλά και τις περικοπές στις επενδύσεις έχει βάλει στόχο να εξαλείψει το δημόσιο χρέος παράγοντας διαρκώς πλεονάσματα, ενώ ο Γάλλος ομόλογός του στην κυβέρνηση Μακρόν ανέπτυξε εμμονή με το μηδενικό έλλειμμα, κάτι που η Γαλλία έχει να επιδείξει από τη δεκαετία του ‘70. Η ίδια λογική επικράτησε μετά την τραπεζική κρίση στις χώρες της Βαλτικής, ενώ στο Νότο, η ιταλική και ισπανική πολιτική αστάθεια δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για συγκρούσεις με το Eurogroup.
Κάποιοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για μια νέα κρίση σε αναμονή, αφού αυτό που μοιάζει ωφέλιμο για κάθε χώρα (δημοσιονομική σταθερότητα, μηδενικά ελείμματα, πλεονάσματα), ζημιώνει την οικονομική κοινότητα και μετατοπίζει το πρόβλημα προς το Νότο. Όταν σήμερα οι οικονομίες της Ευρώπης αναπτύσσονται, έστω και σε μικρό βαθμό, η έμφαση στην προσφορά και η περικοπή της ζήτησης έχει αρνητικά αποτελέσματα: συγκρατεί μισθούς, δεν ωφελεί την κατανάλωση, χειροτερεύει τις κοινωνικές υπηρεσίες, αδυνατίζει τις δημοκρατίες, διοχετεύει κεφάλαια και ανθρώπους λόγω ανασφάλειας από το Νότο προς το Βορά.
Μεταφρασμένα όλα αυτά στην ελληνική πραγματικότητα, σημαίνουν ότι η εμμονή στα υπερπλεονάσματα, που δεν βασίζονται σε εξαγωγές, καινοτομία και υψηλού επιπέδου κοινωνικές υπηρεσίες είναι μια συνταγή μαρασμού για την ελληνική οικονομία, η οποία, στην καλύτερη περίπτωση θα μετατραπεί σε ένα Μαλιμπού του ευρωπαϊκού Νότου.
Όσο και αν επαίρεται η κυβέρνηση για τη μείωση της ανεργίας, μια προσεκτική ματιά δείχνει ότι αυτή οφείλεται κυρίως στον τουρισμό και στα εποχιακά επαγγέλματα που αναπτύσσονται εξαιτίας του. Δυστυχώς, ο τουρισμός από μόνος του δεν αρκεί, όπως δεν αρκούν τα επιδόματα για να υποκαταστήσουν τις συντάξεις φτώχειας, τα υπο διάλυση νοσοκομεία και τις προνοιακές δομές. Όπως δεν αρκεί και η γραφειοκρατία στην εκπαίδευση για να υποκαταστήσει τις σύγχρονες και ανοιχτές ερευνητικές δομές που έχουν ανάγκη τόσο η ιδιωτική οικονομία όσο και το κράτος για να απελευθερώσουν ιδέες, ταλέντο και ικανότητες που υπάρχουν στην πατρίδα.
Με ή χωρίς ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα είναι να εγκλωβιστεί για άλλη μια δεκαετία στο φαύλο κύκλο των υπερπλεονασμάτων. Στο δυστοπικό σενάριο μιας γερμανοκίνητης Ευρώπης, της οποίας η συνοχή θα δοκιμάζεται διαρκώς, η Ελλάδα θα θυμίζει όλο και λιγότερο μια άλλοτε κραταιά ευρωπαϊκή χώρα, που θα βρίσκεται διαρκώς ανάμεσα σε επίπονα διλήμματα.
Δημοσιεύτηκε στο “Καρφί”