Η διαγενεακή δικαιοσύνη αφορά κυρίως τη μεσαία τάξη | Ομιλία

Κοινοποίηση

Η συζήτηση για τη διαγενεακή δικαιοσύνη, τη δίκαιη μοιρασιά πόρων και ευκαιριών ανάμεσα στις γενιές, δεν είναι καινούρια. Αναφορές σε αυτήν υπάρχουν στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, στο Μάλθους, στο Μπερκ, στους Αμερικανούς φεντεραλιστές. Αναδεικνύεται εμφατικά ως αίτημα μετά τον πόλεμο και ταυτίζεται διαδοχικά με τα πρώτα χρόνια της ευημερίας. 

Τη δεκαετία του ’60 ταυτίζεται με την αμφισβήτηση των μεγαλυτέρων με το εμβληματικό σύνθημα “μην εμπιστεύεσαι κανέναν πάνω από 30”, το οποίο στις μέρες μας ακούγεται εξωφρενικό. Τη δεκαετία του ’70 ταυτίζεται με το περιβαλλοντικό κίνημα και τη δεκαετία του ’80 πέφτει στα χέρια των Reaganomics και της Θάτσερ, όπου η εμμονή με το μικρότερο κράτος μεταφέρει τη σύγκρουση των γενεών στο τερέν των συντάξεων και τις περικοπές αυτών. Τη δεκαετία του ’90 επανέρχεται στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας ενώ τη δεκαετία του 2000 ταυτίζεται με την κρίση, την εργασιακή αβεβαιότητα των νέων, χαρακτηριστικά τα οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα. 

Σχηματικά η δυσνόητη αυτή έννοια στηρίζεται σε δύο πυλώνες: από τη μια η δικαιοσύνη, η ισότητα δηλαδή πόρων και ευκαιριών και από την άλλη η βιωσιμότητα, το ηθικό δηλαδή έρεισμα που καλεί μια γενιά να βελτιώνει ή έστω να μη χειροτερεύει τις συνθήκες ζωής που παραδίδει στην επόμενη. Σήμερα, η συζήτηση για τη διαγενεακή δικαιοσύνη δεν νοείται έξω από τη συζήτηση για τις διευρυμένες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και μας παρέχει μια επιπλέον διάσταση για να τις αντιληφθούμε καλύτερα. Για αυτό και πιστεύω ότι, υπο προϋποθέσεις, είναι ένα προοδευτικό αίτημα, καθώς μέσα στις διαγενεακές καταγράφονται έμφυλες, εισοδηματικές, κοινωνικές και εθνοτικές ανισότητες, τις οποίες δε μπορούμε πια να αγνοούμε. 

Η συζήτηση για το θεμα μας σχετίζεται με τη συζήτηση για τις δημογραφικές εξελίξεις. Είναι όμως δεδομένο ότι μια γηράσκουσα κοινωνία είναι και μια διαγενεακά άδικη κοινωνία; Η γήρανση, για παράδειγμα, είναι ένα φαινόμενο με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωπες όλο και περισσότερες δυτικές κοινωνίες, άλλες πλούσιες και άλλες φτωχότερες. Είναι δύσκολο όμως να καταλογιστούν ευθύνες σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, αφού το φαινόμενο είναι πιο σύνθετο και σχετίζεται και με την ποιότητα ζωής, τις ιατρικές εξελίξεις κλπ. Όμως η κατανομή των κοινωνικών και οικονομικών πόρων, δικαιωμάτων και ευκαιριών δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία, αλλά αντανακλά συγκεκριμένες πολιτικές επιλογες. Μια κοινωνία μπορεί να γερνά, αλλά αυτό δε σημαίνει ταυτόχρονα ότι οι μεγαλύτεροι θα ζουν σε βάρος των νεότερων. 

Μιλώντας για διαγενεακό έλλειμμα και με βάση όσα ανέφεραν και οι συνομιλητές μου σήμερα, μπορούμε να το κατηγοριοποιήσουμε ως εξής: 
 – με βάση το οικολογικό αποτύπωμα: αν δηλαδή φορολογούνται οι ρυπογόνες δραστηριότητες, προάγεται η προστασία του περιβάλλοντος και η χρήση ΑΠΕ κλπ. 
 – με βάση τις συνθήκες ζωής που για κάθε παιδί που γεννιέται: η ύπαρξη πολιτικών για την οικογένεια, προσχολικών δομών, η αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας κλπ
 – με βάση το δημόσιο χρέος. Εδώ δεν είναι μια θεωρητική ή μια λογιστική συζήτηση, αλλά σχετίζεται με τη δυνατότητα που εχει κάθε οικονομία να επενδύσει και να αξιοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό της. Για παράδειγμα, η υπερχρέωση των δυτικών οικονομιών οδηγεί με βεβαιότητα σε περιορισμό του τραπεζικού δανεισμού, με αποτέλεσμα να ζημιώνονται επιχειρήσεις και να περιορίζεται η επενδυτική ανάκαμψη. 
 – με βάση τις κοινωνικές δαπάνες και κυρίως, τις συντάξεις. 

Με βάση όσα συζητήθηκαν απόψε και έχουμε κατά καιρούς καταθέσει στη δημόσια συζήτηση, επιτρέψτε μου μια σειρά από διαπιστώσεις, που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε περισσότερο το φαινόμενο. 

Πρώτη διαπίστωση: η διαγενεακή αδικία ή ανισότητα είναι διεθνές φαινόμενο, με έμφαση στις δυτικές χώρες. 

Για να υπολογιστεί η σχέση μιας γενιάς με την άλλη, έχει δημιουργηθεί ένας δείκτης, το pro elderly bias ή αλλιώς η μεροληψία υπέρ των μεγαλυτέρων. Ο δείκτης καταγράφει τη σχέση δαπανών υπέρ της μιας σε βάρος της άλλης γενιάς. Για τους μεγαλύτερους πχ υπολογίζονται συντάξεις, επιδόματα, προνοιακές δομές ενώ για τους νέους οι δαπάνες για εκπαίδευση, έρευνα, κατάρτιση, επιχειρηματικότητα κλπ. Τι μας δείχνει αυτός ο δείκτης; 

Ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις πρώτες χώρες που αδικούν τους νέους τους και δεύτερη στην Ευρώπη, μετά την Πολωνία. Για κάθε ευρώ που κατανέμει στους νέους, το ελληνικό κράτος κατανέμει 7 στους μεγαλύτερους. Η σχέση δηλαδή είναι 7 προς 1. Στην Πολωνία είναι 8.6 προς 1. Στην Ιταλία, στην Τσεχία, στη Σλοβακία η σχέση είναι από 6.5 – 7 προς ένα, παρεμφερής δηλαδή με την Ελλάδα. 

Δεύτερη διαπίστωση: Τόσο το βορειοευρωπαϊκό – συντηρητικό όσο και το νοτιοευρωπαϊκό – γενναιόδωρο – κοινωνικό κράτος αναπαράγουν βαθιές ανισότητες ανάμεσα στις γενιές.  Βρίσκονται απέναντι στους Εσθονούς και στις Σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες υλοποιούν διαρκώς πολιτικές εξισορρόπησης της σχέσης νέων με μεγαλύτερους. 

Τρίτη διαπίστωση: Η δημογραφική παρακμή δεν συνεπάγεται διαγενεακή αδικία. Για παράδειγμα, οι γερασμένες Σουηδία και Γερμανία καταγράφουν δείκτες του 3.4 προς 1, αρκετά μετριοπαθείς δηλαδή σε σχέση με την Ελλάδα και την Ιταλία (7 προς 1), που εξίσου αντιμετωπίζουν θέμα γήρανσης. 

Τέταρτη διαπίστωση: Η λιτότητα υπονομεύει την αλληλεγγύη των γενεών, ως μια επιλογή πολιτικών που χειροτερεύουν τις συνθήκες ζωής της μεσαίας τάξης και των παιδιών της. Η συρρίκνωση των δαπανών για κοινωνικές υπηρεσίες, των πόρων για δημόσιες επενδύσεις  ή η τραπεζική ασφυξία είναι ευθεία υπονόμευση των προοπτικών των νεότερων, για να μην αναφερθούμε στις περικοπές μισθών και συντάξεων που πλήττουν τους μεγαλύτερους. Η λιτότητα δεν κάνει διακρίσεις, αλλά μεγαλώνει το ήδη προϋπάρχον χάσμα. Έχουμε πλέον παραδείγματα τόσο από τις βαλτικές χώρες, όσο και από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπου οι περιοριστικές πολιτικές προστάτευσαν περισσότερο πχ τους συνταξιούχους, παρά τους νέους, εργαζόμενους και άνεργους από τη φτώχεια. Υπάρχουν μελέτες, οπως πχ των Γιαννίτση – Ζωγραφάκη που καταδεικνύουν ότι όλοι χάσαμε, αλλά οι νεότεροι και επαγγελματικά ενεργοί έχασαν περισσότερο σε σχέση με τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, ειδικές επαγγελματικές ομάδες και τους συνταξιούχους. 

Πέμπτη διαπίστωση: Εκεί που η διαγενεακή αδικία είναι ελεγχόμενη, διαπιστώνουμε κάποιες βασικές κατευθύνσεις πολιτικής. Δηλαδή έμφαση στην αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας και την προσχολική αγωγή, παροχή κινήτρων περίθαλψης σε άτομα τρίτης ηλικίας, προσαρμογή μικτών ασφαλιστικών συστημάτων στις δημογραφικές εξελίξεις, προσανατολισμό δημόσιων επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο (έρευνα, κατάρτιση, δεξιότητες), τη δημιουργία ειδικών καθεστώτων με τη μορφή θετικών διακρίσεων (ειδικές οικονομικές ζώνες, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, επιδότηση προσλήψεων ανέργων, εγγυήσεις νεολαίας, vouchers κ.α.). Άρα έχουμε να κάνουμε με πολιτικές επιλογές, που υπαγορεύονται από ισορροπίες πολιτικής ισχύος, συσχετισμούς, κρίσεις και κοινωνικές εντάσεις. 

Έκτη διαπίστωση: Οι διαγενεακές εντάσεις χρειάζονται μεσο-μακροπρόθεσμες πολιτικές, τις οποίες δύσκολα μπορεί να υιοθετήσουν κόμματα και πολιτικοί με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές. Όπως με κυνισμό ομολογούν αρκετοί πολιτικοί, είναι προτιμότερο να ευεργετείς το ακροατήριό σου (πχ συνταξιούχοι ή ειδικές κατηγορίες επαγγελματιών) παρά να επενδύεις σε πολιτικές που θα αποδώσουν σε 5 με 10 χρόνια. Εξάλλου αν είχαν προνοήσει οι Έλληνες πολιτικοί, η κρίση δεν θα βάθαινε τόσο πολύ το χάσμα. Για αυτό και διατυπώνουν κάποιοι την άποψη ότι πρέπει να πάμε ένα βήμα πίσω: να μην αναγνωρίσουμε δηλαδή ένα τόσο σημαντικό πρωτείο στην πολιτική, αλλά να δημιουργήσουμε θεσμούς που θα ισχύουν σε βάθος χρόνου και δεν θα αλλάζουν σύμφωνα με τον εκλογικό κύκλο. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται προτάσεις όπως η θεσμοθέτηση ‘χρυσού συνταγματικού κανόνα” που θα περιορίζει το έλλειμμα (ορθοφιλελεύθερης λογικής), την εφαρμογή των αρχών της καλής νομοθέτησης και την εκπόνηση μελετών κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών για κάθε νομοθέτημα, τον επιφορτισμό ειδικών αρχών που θα ελέγχουν αν κάποιος νόμος φέρει δυσανάλογα βάρη εις βάρος της μιας γενιάς ή κοινωνικών ομάδων. Την πρόταση αυτή εξάλλου έχουμε υπερασπιστεί και ως πολιτική κίνηση, θεωρώντας ότι ο Συνήγορος του Πολίτη ή ειδικός συνήγορος για τη διαγενεακή αλληλεγγύη θα μπορούσε να φέρει εις πέρας την αποστολή. Τέλος, υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα πρόταση, η οποία θεωρεί ότι για κάθε παιδί κάτω των 17 ετών που θα έχει ένα ζευγάρι, θα ενισχύεται με μισή ψήφο στις εκλογές, έτσι ώστε να δίνεται ένα μπόνους δημοκρατίας στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος αλλά και της διαγενεακότητας. 

Έβδομη διαπίστωση: Αναφερόμαστε σε διαγενεακή δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, όχι  σε διαγενεακό πόλεμο. Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν εντάσεις και ανισορροπίες, αλλά το βασικό είναι να θυμόμαστε ότι ο στόχος είναι η αρμονική συνύπαρξη και το δίκαιο μέρισμα ανάμεσα στις γενιές. Μια κοινωνία της οποίας τα παιδιά μορφώνονται, σπουδάζουν, εργάζονται και παράγουν, έχει περισσότερες πιθανότητες να δίνει γενναιόδωρες συντάξεις, επιδόματα, υπηρεσίες και αξιοπρέπεια στους μεγαλύτερους. Για αυτό και αντιλήψεις ότι “θέλετε να πετάξετε τη γιαγιά στο δρόμο” κάθε φορά που επισημαίνουμε τις υπαρκτές αδικίες, εκτός από άστοχες, παραβλέπουν ότι οι μεγαλύτεροι προσπαθούν να διορθώσουν την αδικία μέσα από το στρεβλό πλαίσιο που τους παρέχει η σημερινή πολιτική οικονομία της κρίσης: με τις συντάξεις των γονιών, του παππού και της γιαγιάς συντηρείται σήμερα η μεσοαστική οικογένεια. 

Συμπέρασμα; 

Η διαγενεακή δικαιοσύνη είναι ένα πολιτικό αίτημα, είναι το δικαίωμα όλων να ζουν μια καλύτερη ζωή και να καρπώνονται το προϊόν του κόπου τους, να προστατεύονται στα δύσκολα και να ανεβαίνουν τη σκάλα της κοινωνικής κινητικότητας. 

Η διαγενεακή δικαιοσύνη δεν αφορά όσους κληρονομούν περιουσίες, αξιώματα, φήμη και μπορούν άνετα να ζουν εκτός του βεληνεκούς των δημοσίων υπηρεσιών. 

Η διαγενεακή δικαιοσύνη σχετίζεται άμεσα με την προοπτική και το μέλλον της μεσαίας τάξης και προσδιορίζει τη σχέση της τελευταίας με τη δημοκρατία και την ευημερία. Αυτό που κάποιοι ορίζουν ως λαϊκισμό ή ως εκλογική έκπληξη κάθε φορά που ανοίγουν οι κάλπες στο δυτικό κόσμο, δεν είναι τίποτε άλλο από τα σπασμένα σκαλιά της κοινωνικής κινητικότητας και των φόβων που αυτά συνεπιφέρουν. 

Τη διαγενεακή αλληλεγγύη την έχουν ανάγκη οι μεσαίοι και οι αδύναμοι. Όσοι βιώνουν ανισότητες μέσα στις ανισότητες, είτε είναι νέες γυναίκες εκτός εργασίας, νέοι μετανάστες σε μια χώρα χωρίς ευκαιρίες, άνεργοι 30άρηδες που εξαρτώνται από το χαρτζιλίκι του παππού, όσοι δεν μπορουν να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο της επιλογής τους ή φορολογούνται και δε μπορούν να αποταμιεύσουν και να καταναλώσουν. 

Ελπίζουμε λοιπόν ότι η σημερινή εκδήλωση είναι ταυτόχρονα και ενα κάλεσμα σε όλους εσας, είτε εκπροσωπείτε κάποιο οργανισμό είτε όχι να έρθετε κοντά μας και να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, για να φτάσει το αίτημα και οι προτάσεις μας στον προθάλαμο της πολιτικής και να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων.

Η ομιλία εκφωνήθηκε στην εκδήλωση του “3D-Initiative – Δίκτυο Διαγενεακής Δικαιοσύνης”



Κοινοποίηση