Ομιλία στη συζήτηση “Η ελληνική εξωτερική πολιτική σε ορίζοντα δεκαετίας”, του Συλλόγου Αποφοίτων του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης
1. Η ΕΕ/ευρωζώνη σήμερα
Κάθε περίοδος που ακολουθεί μια μεγάλη κρίση στην Ευρώπη, δημιουργεί προϋποθέσεις επιταχυνσης της ολοκλήρωσης. Όμως αυτή τη φορά φαίνεται ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σε σύγκριση με την κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70 ή των αγορών της Ασίας στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι διεθνεις ροές κεφαλαίου, η ένταση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και ο βαθμός νομισματικής αλληλεξάρτησης είναι τελείως διφορετικά δεδομένα. Ταυτόχρονα δείχνουν ότι χρειάζεται δυναμική επανατοποθέτηση στη νομισματική και πολιτική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, καθώς οι ανισότητες μεταξύ βορά και νότου διευρυνονται και μεγάλα τμήμα των ευρωπαϊκών κοινωνικών φτωχοποιούνται εντός και εκτός εργασίας.
Δυστυχώς, η Ευρώπη έχει μάθει να ξυπνά μόνο στον πόλεμο και στις κρίσεις. Στο ενδιάμεσο αφήνει τους θεσμούς της χαλαρώνουν, με συνέπεια η κρίση να δημιουργεί φυγόκεντρες αντί ενωτικές τάσεις.
Μεγάλο ρόλο στο άμεσο και μεσοπρόθεσμο ευρωπαϊκό μέλλον διαδραματίζει η κυριαρχία ή μη, περιοριστικών πολιτικών, πολιτικών λιτότητας. Και αν για την Ελλάδα η λιτότητα – έστω μερική – ήταν ενδεδειγμένη ως αντιμετώπιση της κρίσης εθνικού χρέους (και όχι τραπεζικού όπως στις υπόλοιπες χώρες), τα αποτελέσματά της θυμίζουν τα αποτελέσματα της επιβολής του Κανόνα του Χρυσού που οδηγεί σε απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, φτώχεια, εξτρεμισμό και άνιση κατανομή των βαρών.
Αν ρωτήσετε τι διχάζει σήμερα τους Ευρωπαίους, η απάντηση είναι μία: το ευρώ. Το ευρώ, κορυφαίο επίτευγμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, κινδυνεύει να γίνει παράγοντας διάλυσης της Ευρώπης. Ταυτόχρονα η Ευρώπη κινδυνεύει να μείνει χωρίς υπερασπιστές, καθώς η νέοι της γυρνούν την πλάτη και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα θέλγονται – κυρίως στην Ελλάδα – απο τις φωνές ξενόφοβων και λαϊκιστών.
2. Τα κενά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σήμερα
Στο οικονομικό πεδίο, η κρίση επιτάχυνε τη δημιουργία νέων θεσμών, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, το 6-pack, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, τη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Όλες αυτες οι ρυθμίσεις συντείνουν στον καλύτερο συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών με αποτρεπτική, τιμωρητική λογική.
Η Ελλάδα μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι βέβαιο ότι με τη σημερινή της οικονομική και παραγωγική δομή θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να παράγει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και να μειώσει το χρέος της στο 60%. Βέβαια, είναι εύλογο το ερώτημα, ποιος ειναι ικανός να το κάνει, δεδομένου ότι η λιτότητα αυξάνει το λόγο του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Αρα με ή χωρίς δημοσιονομική πειθαρχία, το σημαντικό ειναι η περίφημη αναπτυξιακή στροφή για την ΕΕ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι χωρίς ισχυρό οικονομικό και κοινωνικό πυλώνα, που να περιορίζει και να καταπολεμά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και τις ανισότητες, η βιωσιμότητα της ΟΝΕ δεν μπορεί να θεωρείται εξασφαλισμένη. Σε αυτό συνηγορεί και η ύπαρξη βαθιών κοινωνικών, θεσμικών και οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ βορά και νότου – οι γνωστές θεσμικές ασσυμετρίες που σήμερα ευθύνονται για τη βύθιση του νότου στον αποπληθωρισμό, στην εσωτερική υποτίμηση, στην ανεργία και στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος ως συνεπεια κυρίως της πτώσης των εισαγωγών.
Ήδη είναι προ των πυλών η τραπεζική ένωση και το μεγάλο ερώτημα είναι αν ο νέος τραπεζικός χάρτης – με βάση και τις περιορισμένες δυνατότητες ανακεφαλαιοποίησης που εμπεριέχονται ως προβλέψεις στο σύστημα της Βασιλείας, μπορούν να μεταφέρουν επενδυτικά κεφάλαια στον ευρωπαϊκό νότο, με ποιούς όρους και με ποιές δυνατότητες για τα εγχωρια τραπεζικά συστήματα να προσαρμόζονται στον κόσμο της πραγματικής οικονομίας και όχι να υπηρετούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
3. Οι προκλήσεις και ευκαιρίες για την Ελλάδα
Αν μου ζητούσε καποιος να προσδιορίσω ποια ΕΕ, ποιο θεσμικό και οικονομικό περιβάλλον θα έπρεπε να επιδιώκει η Ελλάδα η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αφορά σε διεθνείς οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις καθώς και τα συμφέροντα διαφορετικών παιχτών που σχετίζονται με το διεθνές εμπόριο, την κατάσταση στη Μ.Ανατολή, το ενεργειακό ζήτημα, τις σχέσεις με τη Ρωσία και το Ιράν, αλλά και τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.
Το σίγουρο όμως είναι ότι η Ελλάδα έχει ένα γεωπολιτικό πλεονέκτημα μέσα σε ένα ασταθές περιβάλλον, εφόσον βέβαια αποφασίσουμε ότι θα παραμείνουμε στην ΕΕ και στην ευρωζώνη με κόστος. Αυτή όμως δεν είναι μια ευχάριστη συζήτηση για ένα πολιτικό σύστημα που δυσκολεύεται να απαγγιστρωθεί από την παροχολογία.
Δεύτερον, υπάρχουν διαφορετικά σενάρια ολοκλήρωσης. Είτε αυτά αφορούν ένα άλμα προς τα εμπρος με θεσμικές αλλαγές, δημοσιονομική Ένωση και επαναφορά μιας Σύντακτικής Εθνοσυνέλευσης το 2016 από τη μία ή πιο συντηρητικές προσεγγίσεις που ξεκινούν από τη βρετανική εκδοχή της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης και φτάνουν στην ορθοφιλελεύθερη γερμανική προσέγγιση του “ ο καθένας μόνος του στην κρίση, αλλά εμείς θα είμαστε εδώ να αντιδρούμε και όχι να προνοούμε για τα ατυχήματα”, και πάλι η Ελλάδα χρειάζεται να βρίσκεται μέσα στην αίθουσα των συνομιλιών και όχι στον διάδρομο, πολύ δε περισσότερο ως παρίας του ευρωσυστήματος.
Στην πράξη, η Ελλάδα χρειάζεται τη δημοσιονομική ένωση για να νοικοκυρέψει το φορολογικό της σύστημα που ειναι η καρδιά του πελατειασμού και να αποκτήσει ένα δημόσιο, ευσυνείδητο τομέα με διαφανείς εισροές και εκροές
Χρειάζεται, υπο προϋποθέσεις, την τραπεζικη ένωση όσο αυτή υπηρετεί αναπτυξιακούς στόχους και δεν δημιουργεί ή εισάγει νέες φούσκες ή τιμωρεί την πραγματική και τη νέα οικονομία της γνώσης. Φυσικά, τραπεζική ένωση δε νοείται χωρίς την δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων.
Χρειάζεται την Ενιαία Αγορα για να εκσυγχρονίσει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, να γίνει περισσότερο εξωστρεφής, να δημιουργεί συνέργειες και το κυριότερο, να μένει μέσα στο παιχνίδι του ποιοτικού διεθνούς ανταγωνισμού που της εξασφαλίζει. H αυξανόμενη σημασία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του Ευρωπαϊκού Επενδυτικού Ταμείου στη χρηματοδότηση επενδύσεων και την υποβοήθηση της ανάκαμψης στην περιφέρεια της Ευρωζώνης είναι επίσης στόχος, καθώς από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμβάλουν επίσης στη μείωση του υπέρογκου κόστους δανεισμού για τις υγιείς και εξωστρεφείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις του Νότου.
Χρειάζεται φυσικά την ευρωζώνη για να προστατεύεται από τους κλυδωνισμούς των διεθνών αγορών, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι διεκδικεί την πλήρη εφαρμογή και επέκταση του Συμφώνου Ανάπτυξης και Απασχόλησης, που η ΕΕ υιοθέτησε τον Ιούνιο 2012, και την επείγουσα εμπροσθοβαρή εφαρμογή των πολιτικών καταπολέμησης της ανεργίας των νέων.
Χρειάζεται να διεκδικήσει την έναν κεντρικό προϋπολογισμό της Ευρωζώνης, που θα επιτρέπει στην Ευρωζώνη να παρεμβαίνει σταθεροποιητικά για την αντιμετώπιση ασύμμετρων κρίσεων και υφεσιακών περιόδων.
4. Ποιά Ευρώπη θέλει η Ελλάδα;
Φυσικά, η παραμονή του σχήματος της Τρόικα στις εθνικές πραγματικότητες αποτελεί αγκάθι που διαβρώνει ακόμη και την σύγχρονη μορφή της εθνικής κυριαρχίας, απονομιμοποιεί τα πολιτικά συστήματα και δημιουργεί ζητήματα διαφάνειας και λογοδοσίας, όπως πρόσφατα κατέδειξε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η αντικατάστασή της από ένα μόνιμο ή διαρκές σχήμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα παρεχει συνδρομή και τεχνογνωσία πολιτικής οικονομίας, είναι μια ενδεδειγμένη λύση.
Η Ελλάδα, ως μια μικρή περιφερειακή οικονομία, δεν έχει λόγο να υιοθετεί ολιστικές προσεγγίσεις για την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για να το πω απλά, η ΕΕ μόνο με επεκτατικές πολιτικές μπορεί να διεκδικεί τη σύγκλιση των ασθενέστερων μελών της και να εξευρωπαϊζει όχι μόνο τις οικονομίες, αλλά και τα πολιτικά συστήματα των ευρωπαϊκών χωρών.
Η Ελλάδα θέλει περισσότερη Ευρώπη για να έναν ενιαίαο ευρωπαϊκό χώρο εκπαίδευσης, ώς μονόδρομο για να ανοίξουν τα πανεπιστήμιά μας στον διεθνή ανταγωνισμό, στην αξιολόγηση και στη διεθνή γνώση. Προφανώς συμφέρει την Ελλάδα ένα ευρωπαΪκό σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης που επιδοτεί την εργασία, παράλληλα με τις εθνικές πολιτικές καταπολέμησης της διαρθρωτικής ανεργίας αλλά και την καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Ας τολμήσουμε κάποια στιγμή να διατυπώσουμε γιατί κάποια σχήματα περιφερειακής ολοκλήρωσης δεν γίνονται επιτρεπτά, όπως ειδικές οικονομικές ζώνες, νέα φορολογικά κίνητρα για νέες επιχειρήσεις και τη διασυνοριακή συνδεσή τους, την αποσύνδεση της χρηματοδότησης από τις εθνικές τράπεζες γαι νεοφυείς επιχειρήσεις, την προώθηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων ή εταιρικών μορφών για τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Άραγε γιατί απορρίπτουμε τη διευρυμένη συνεργασία στους τομείς της μετανάστευσης, της ανεργίας και της εκπαίδευσης την ώρα που οι κεντρικά κατευθυνόμενες ευρωπαϊκές πολιτικές αποτυγχάνουν;
Φυσικά, η συσχέτιση των εξελίξεων στο ευρωπαΪκό πεδίο με την εθνική μας πραγματικότητα είναι όχι απλά ζητούμενο, αλλά η δεύτερη πρέπει να τρέξει πιο γρήγορα από την πρώτη. Η εγκατάλειψη της λογικής “ο καθένας μόνος του” που προώθησε η συντηρητική διακυβερνητική συμμαχία της ΕΕ σταδιακά θα συναντήσει την προσγείωση στην πραγματικότητα για ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου που εφήυρε το δίλημμα μνημονιο-αντιμνημόνιο για να κρυφτεί και να κρύψει τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων. Η εθνική επιλογή παραμενει κρίσιμη, ανεξάρτητα τι θα συμβεί στο ευρωπαϊκό πεδίο.
5. Επίλογος ενόψει Ευρωεκλογών
Θα κλείσω με 2-3 παρατηρησεις προς προβληματισμό, ενόψει μάλιστα και των ευρωεκλογών. Σε ό,τι αφορα στον ευρωσκεπτικισμό που παρατηρείται, ας ξανασκεφτούμε ότι η ΕΕ οικοδομήθηκε πάνω στη θετική συμπερίληψη των μη προνομιούχων, στην δημιουργία μεσαίας τάξης, μέσα από κοινότητες οικονομικής συνεργασίας και αναδιανομής πόρων από το Βορά στην Περιφέρεια. Μεταρρύθμιση, για χρόνια, ηταν ταυτισμένη με τη σοσιαλδημοκρατία και τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, με την προστασία όσων κινδύνευαν από τις απότομες αλλαγές των κύκλων της οικονομίας, της υγείας, της εργασίας. Αν σήμερα στο άκουσμα της λέξης μεταρρύθμιση αντιδρούμε καφενειακά – όπως στο πετυχημένο τηλεοπτικό σποτ – ας αναλογιστούμε με ποιο τρόπο και με ποιες κοινωνικές συμμαχίες, οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις μπορουν να ακούγονται πειστικές, όταν είναι οι ίδιες οι μεταρρυθμίσεις που όταν δεν ειναι κολοβές ή ραμμένες στα μέτρα λίγων, οδηγούν σε ανεργία, φτώχεια και λιτότητα.
Τέλος, θα ήθελα να θέσω και μια διαγενεακή διάσταση στη συζήτησή μας. Η μεγάλη ήττα του ευρωπαΪκού οράματος σήμερα – και εύχομαι να είναι πρόσκαιρη – είναι ότι η γενιά που γέννησε η Ενωμένη Ευρώπη, η γενιά του Erasmus της γυρνά την πλάτη. Είναι η γενιά που γνώρισε τις μεγάλες δυνατότητες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, αλλά αρκετά εκατομμύρια μέλη της παραμένουν ανεκπαίδευτα, χωρίς εργασία, χωρίς κατάρτιση. Τα μορφωμένα μέλη της έχουν στα χέρια τους χρυσοπληρωμένα πτυχία που συχνά δεν ξέρουν τι να τα κάνουν. Η είσοδος σε μια αγορά εργασίας που προστατεύει τον παλαιό κορπορατισμό και την παλαιά φορντική οικονομια και διοίκηση, δεν βοηθα τους νέους να αναπτύξουν προσόντα και δεξιότητες, για να μην επεκταθώ στην πολιτική συμμετοχή, στη γήρανση του πληθυσμού και την άδικη κατανομή ασφαλιστικών βαρών.
Άρα αν θέλει η Ευρώπη και κατ’ επέκταση οι πολιτικές δυνάμεις που αντιλαμβάνονται την Ευρώπη ως την πρωτοπόρο ήπειρο που καινοτομεί σε κοινωνική προστασία, θεσμική καινοτομία και γνώση να σώσουν ο,τιδήποτε αν σώζεται, θα πρέπει μαλλον να ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα της αλληλεγγύης των γενεών και να αναστοχαστούν σε νομοθετική, πολιτική και οικονομική βάση για τη διάρρηξη του διαγενεακού συμβολαιου από τους baby boomers σε βάρος των παιδιών τους.