Στην Ιταλία ταιριάζει ‘γάντι’ το “αδύνατο τρίλημμα” της παγκόσμιας οικονομίας, που έχει διατυπώσει ο οικονομολόγος Dani Rodrik. Δε μπορείς ταυτόχρονα να προωθείς τη δημοκρατία, την εθνική κυριαρχία και την οικονομική παγκοσμιοποίηση. Πρέπει να επιλέξεις ποιο θα αφήσεις πίσω. Αν διαλέξεις τη δημοκρατία και την παγκοσμιοποίηση, αφήνεις πίσω την αυτόνομη οικονομική πολιτική. Αν συνδυάσεις τη δημοκρατία με τα όρια του εθνικού κράτους, ξεχνάς τις διεθνείς αγορές. Και αν επιλέξεις την εθνική κυριαρχία και την παγκοσμιοποίηση, η δημοκρατία πληρώνει το τίμημα.
Οι περισσότεροι επιλέγουν δημοκρατία και ανοιχτές αγορές. Όμως οι ανοιχτές αγορές χρειάζονται και εθνικούς και παγκόσμιους θεσμούς για να λειτουργήσουν. Όσο οι αγορές είναι ανεξέλεγκτες ή αδύναμοι οι εθνικοί θεσμοί, τόσο μεγαλύτερο το πρόβλημα για τα εθνικά κράτη και τις περιφερειακές οντότητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακόμη και συντηρητικοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι ο αναπτυξιακός κατήφορος της Ιταλίας συμπίπτει με την ένταξή της στο ευρώ, με μικρές διακυμάνσεις. Από το 2000 και μετά, εργοστάσια έκλεισαν. Η εργασία παρέμεινε ακριβή, άρα μη ανταγωνιστική. Η ανεργία των νέων αυξήθηκε. Το δημόσιο χρέος διογκώθηκε. Οι εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μεγάλωσαν για να ανταγωνιστούν έξω από τα σύνορα. Καταστάσεις γνώριμες, αλλά αρκετές για να προκαλούν κάποιους να σκέφτονται εναλλακτικά.
Ένας από αυτούς, ήταν ο απορριφθείς, από τον Ιταλό Πρόεδρο, υπουργός Οικονομικών Πάολο Σαβόνα, ο οποίος παρουσιάστηκε από κάποια μέσα ενημέρωσης, ως υπέρμαχος της λιρέττας. Όμως ο βετεράνος Σαβόνα έγραφε για χρόνια ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και αργότερα το Δημοσιονομικό Σύμφωνο καταπιέζουν την ιταλική οικονομία και ότι η λιτότητα θα έπρεπε να χαλαρώσει. Μίλησε για ένα “σχέδιο Β” για την ιταλική οικονομία, την ώρα που οι μόνοι που ετοίμαζαν “σχέδιο Β” για τις χώρες τους, ήταν οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί. Με το Σαβόνα συμφωνούσε επί της ουσίας ο Ματέο Ρέντσι, που κατέθετε εναλλακτικούς προϋπολογισμούς στην Κομισιόν προκειμένου να χαλαρώσει τους ασφυχτικούς περιορισμούς για το έλλειμμα.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, η οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης αφήνει τις κρίσεις να συσσωρεύονται πριν ξεσπάσουν. Συνεχίζει να ανακυκλώνει τη λιτότητα και να παράγει ασυμμετρίες σε βάρος του Νότου προς όφελος των πλεονασματικών χωρών. Δεν μπορούν όλοι να εξάγουν, να παράγουν καινοτομία, να έχουν μεγάλες επιχειρήσεις ή συνδικάτα που δίνουν τα χέρια για 10ετείς μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι αλλαγές παίρνουν χρόνο, θέλουν κοινωνική νομιμοποίηση, συνέχεια, άλλη κουλτούρα.
Οι χώρες της ευρωζώνης θυσιασαν μέρος της οικονομικής και εθνικής τους κυριαρχίας για να διατηρήσουν την δημοκρατία και τα οικονομικά οφέλη από τη συμμετοχή τους στις διεθνείς και ευρωπαϊκές αγορές. Για να είναι διατηρήσιμη αυτή η κατάσταση απαιτεί στενότερη πολιτική και οικονομική ένωση, ώστε οι μεταρρυθμίσεις να μην επιβάλλονται με Τρόικες ή με την απειλή της χρεοκοπίας. Να γίνονται κτήμα των εθνικών κρατών πιο ανώδυνα και πιο δημοκρατικά. Όμως επικράτησε η πυροσβεστική λογική, η κυριαρχία του Eurogroup, η υποβάθμιση της Κομισιόν, οι εκβιασμοί, η χειροτέρευση κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, που με τη σειρά τους παράγουν εθνικισμό, διχασμό και φέρνουν ανεξέλεγκτες πολιτικές δυνάμεις στην εξουσία σε εμβληματικές χώρες της Ένωσης.
Στην Ιταλία τα “Πέντε Αστέρια” και η “Λέγκα” εμποδίστηκαν – προσωρινά – να σχηματίσουν κυβέρνηση, στο όνομα του ευρώ. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί το 2011 όταν ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε σε μια νύχτα. Το πιθανότερο είναι ότι θα θριαμβεύσουν στις επόμενες εκλογές. Όταν στο “αδύνατο τρίλημμα” φτάνεις στο (απροχώρητο) σημείο να θυσιάσεις τη δημοκρατία, τότε είναι βέβαιο ότι ένας νέος κύκλος κρίσης ανοίγει.
Δημοσιεύτηκε στο Θέμα της Κυριακής 04.06.2018