Μία από τις βασικές προεκλογικές “σημαίες” του κ. Μητσοτάκη ήταν η αποκατάσταση της ασφάλειας του πολιτη. Στον απόηχο της κρατικής αποτυχίας στη Μάνδρα και στο Μάτι που στοίχειωσε τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το αίτημα είχε βάση, απήχηση και δικαιώθηκε στην κάλπη. Τι έγινε όμως έκτοτε;
Η Νέα Δημοκρατία οικειοποιήθηκε την “αριστεία”, διαφήμισε μεν το επιτελικό κράτος, άλλαξε τρεις φορές τις αρμοδιότητες για την πολιτική προστασία. Εισήγαγε τον νόμο 4662/2020 στελεχώνοντας τις νέες δομές με μετακλητούς υπαλλήλους, μετατρέποντάς τους μάλιστα σε διευθυντές. Τέλος, “μετέγραψε” έναν πρ. Ευρωπαίο Επίτροπο ως επικεφαλής του νεοσύστατου αρμόδιου υπουργείου. Με τη νέα “οργάνωση” ευθύνες και σχέδια διαχύθηκαν και ο κεντρικός συντονισμός αποδυναμώθηκε. Το οργανωτικό και επιχειρησιακό φιάσκο που οδήγησε στην πρωτοφανή ταλαιπωρία χιλιάδων πολιτών στην Αττική, ήταν συνέπεια των κενών και των ασυνεχειών που είχαν εντοπιστεί και σε προηγούμενες φυσικές καταστροφές και σφραγίστηκε με άλλο ένα πρωθυπουργικό “mea culpa”.
Σε συνδυασμό με τη “μέρα της μαρμότας” που ζούμε με την πανδημία και τις λανθασμένες επιλογές στη διαχείριση του κόστους διαβίωσης σε ενέργεια και βασικά καταναλωτικά αγαθά (βλέπε ανοχή σε εναρμονισμένες πρακτικές ή τη ραγδαια εξάρτηση της χώρας από το φυσικό αέριο), η διακυβέρνηση της ΝΔ περνά κάτω από τον πήχη των προσδοκιών που η ίδια έθεσε. Μόνη της επιλογή, η σύγκριση με τα έργα και τις ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή εξάλλου η αντιπαράθεση βολεύει και τον κ. Τσίπρα. Με τις κοινωνικές προσδοκίες να έχουν αλλάξει και τη ματιά των προοδευτικών πολιτών να στρέφεται ξανά προς το ΠΑΣΟΚ, οδηγήθηκε στην επιλογή της πρότασης δυσπιστίας, προσπαθώντας να οικειοποιηθεί το αντικυβερνητικό αίσθημα, να συσπειρώσει το αντιδεξιό ακροατήριο και μαζί με την ΝΔ να πολώσουν το κλίμα, στριμώχνοντας στρατηγικά το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να εκδώσουν σχεδόν ταυτόσημες ανακοινώσεις εναντίον του Κινήματος για την επιλογή του να υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας απορρίπτοντας εκλογές μέσα στην πανδημία. Ήταν πράγματι αντιφατική η στάση του Κινήματος;
Βάσει Συντάγματος, είναι μονόδρομος για τα κόμματα της Αντιπολίτευσης που δεν ανέχονται ή δεν συγκυβερνούν με την πλειοψηφία, να εκφράσουν την δυσπιστία τους απέναντι σε αυτήν. Κάθε κόμμα όμως, έχει το δικό του πολιτικό σκεπτικό. Η αυτονόητη καταψήφιση των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να προσφύγουμε άμεσα σε εκλογές με πάνω από 100 ανθρώπινες απώλειες την ημέρα, δεκάδες χιλιάδες κρούσματα και την πανδημία να θερίζει. Οι εκλογές είναι καλοδεχούμενες μόλις μειωθεί ο κίνδυνος, αλλά όχι σήμερα. Είναι κάτι που η κοινωνία το αντιλαμβάνεται. Εξού και η αντιφατική στάση του κ. Τσίπρα άλλοτε να αποδέχεται ότι δεν γίνονται εκλογές εν μέσω πανδημίας και άλλοτε να παραπέμπει το συνέδριο του κόμματός του για την άνοιξη εξαιτίας αυτής.
Όσο και να ήθελε ο κ. Τσίπρας να “αθροίσει” τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ στο αίτημά του για πρόωρες εκλογές ή ο κ. Μητσοτάκης να μας στριμώξει στο ίδιο διαμέρισμα της “κεντροαριστερής πολυκατοικίας” με τον ΣΥΡΙΖΑ, απέτυχαν. Και η αποτυχία έγινε ακόμη πιο εμφατική από το πολιτικό λεξιλόγιο που χρησιμοποίησαν άλλη μια φορά στη μεταξύ τους αντιπαράθεση. Η πραγματικότητα μέμφεται και τους δύο. Ο ανταγωνισμός τους για το “μη χείρον” είναι παρωχημένος. Δεν έχει τίποτε πλέον να προσφέρει στην κοινωνία η ταμπέλα του “αντισύριζα” ή “αντιδεξιού”, αν δεν συνοδεύεται από μια θετική ατζέντα για την αξιοπρέπεια, την πρόοδο και την ευημερία των πολλών. Κάτι που μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορεί πια να προσπαθήσει με αξιοπιστία και συνέπεια.
Άρθρο στην εφημερίδα «Τα Νέα»