Η πρόκληση της ασφάλειας | Μεταρρύθμιση

Κοινοποίηση

Η χώρα μας βιώνει εδώ και χρόνια την «παγκοσμιοποιημένη» εκδοχή ενός αβέβαιου περιβάλλοντος ασφάλειας με τις εθνικές του ιδιαιτερότητες, αλλά και σημαντική υστέρηση στις μεθόδους αποτελεσματικής διαχείρισής του. Σήμερα, η πρόκληση για μια ολοκληρωμένη εσωτερική πολιτική ασφάλειας, εντοπίζεται σε πέντε «πεδία»: στο οργανωμένο έγκλημα, στη μη νόμιμη μετανάστευση, στην τρομοκρατία, στην «καθημερινή» εγκληματικότητα – παραβατικότητα και στις φυσικές καταστροφές.



Το Οργανωμένο Έγκλημα


Οι αυξημένες μεταναστευτικές ροές, η διεθνοποίηση των συναλλαγών, η ανάπτυξη των τεχνολογιών, οι περιφερειακές βίαιες συγκρούσεις και συρράξεις, τα δημογραφικά προβλήματα και η κλιματική αλλαγή, αποτέλεσαν και αποτελούν αίτια ανάπτυξης του οργανωμένου εγκλήματος. Διακίνηση ανθρώπων, όπλων και ναρκωτικών, οικονομικά εγκλήματα (π.χ. λαθρεμπόριο, παρεμπόριο ή παράνομος τζόγος μέσω διαδικτύου), «τζιράρουν» ετησίως δισεκατομμύρια ευρώ, των οποίων η πλειοψηφία «ξεπλένεται» μέσα από νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες σε γειτονικές βαλκανικές χώρες. Διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί κρούουν εδώ και χρόνια τον κώδωνα του κινδύνου για τη μετατροπή της Ελλάδας σε μελανό σημείο αναφοράς στον βαλκανικό χάρτη εγκληματικότητας και καλούν για περιφερειακή συνεργασία, ανταλλαγή πληροφοριών και κοινές επιχειρησιακές δράσεις. Ο εκσυγχρονισμός των σωμάτων ασφαλείας μέσα από νέο μοντέλο εκπαίδευσης και ετοιμότητας, η διακλαδική συνεργασία, η συστηματική «έκθεση» του προβλήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η ενίσχυση των διμερών σχέσεων με χώρες όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Τουρκία, συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις για ουσιαστική αλλαγή πλεύσης. Φυσικά, η δημιουργία μιας ενιαίας υπηρεσίας για το οργανωμένο έγκλημα κατά τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα, με σύγχρονη ματιά στο εγκληματικό φαινόμενο, στελεχωμένη με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και υψηλού επιπέδου επιχειρησιακές δυνατότητες, είναι μονόδρομος για την αστυνομία.

Η μη νόμιμη μετανάστευση


Η διαχείριση των παρανόμως εισερχομένων μεταναστών, αποτελεί ένα ξεχωριστό στοίχημα για τη σημερινή κυβέρνηση. Η απουσία εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής για χρόνια, η αδιαφορία της κεντρικής εξουσίας για τη φύλαξη των συνόρων, τη δημιουργία χώρων υποδοχής, την προώθηση ενός αξιόπιστου συστήματος ασύλου και φυσικά οι ασυνέχειες της πολιτικής ασφάλειας με τις πολιτικές για την εργασία, την περίθαλψη και την ασφάλιση των μεταναστών, οδήγησε σταδιακά σε μια αλυσίδα κοινωνικής παρακμής, με αρνητικούς πρωταγωνιστές μετανάστες από τις αναπτυσσόμενες χώρες και τη χώρα να διασύρεται στα διεθνή και ευρωπαϊκά -δικαιοδοτικά και μη- φόρα. Η παρακμή του γκετοποιημένου ιστορικού και εμπορικού κέντρου της Αθήνας, ή, οι απάνθρωπες εικόνες που κατά καιρούς έρχονται στη δημοσιότητα από τα κέντρα κράτησης, είναι χαρακτηριστική. Επιπλέον, η συμφωνία του Δουβλίνου ΙΙ, που προβλέπει την επιστροφή των παρανόμως εισερχομένων μεταναστών στις χώρες πρώτης υποδοχής, απέβη σχεδόν καταστροφική για την Ελλάδα, η οποία δεν έχει ούτε τις υποδομές, ούτε φυσικά τους πόρους να διαχειρίζεται τον διαρκώς αυξανόμενο μεταναστευτικό όγκο. Ήδη, εντός του 2009, οι ελληνικές Αρχές συνέλαβαν περίπου 126.000 αλλοδαπούς, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Το πελατειακό κράτος που γιγαντώθηκε κατά την εξαετία της προηγούμενης κυβέρνησης, στέρησε από τα Σώματα Ασφαλείας κρίσιμο ανθρώπινο δυναμικό σε υπηρεσίες αιχμής στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα, με αποτέλεσμα οι έλεγχοι να χαλαρώσουν, η διαφθορά να διευρύνεται και τα κυκλώματα να διακινούν ανενόχλητα χιλιάδες ανθρώπους.

Εντούτοις, τους τελευταίους μήνες παρατηρείται έντονη κινητικότητα, καθώς η εγκατάσταση του επιχειρησιακού βραχίονα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την επιχειρησιακή συνεργασία στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRONTEX) στον Πειραιά, πιστώνεται ως σημαντική επιτυχία της σημερινής κυβέρνησης, καθώς ενισχύεται η φύλαξη των συνόρων και η καλύτερη διαχείριση των παράνομων μεταναστευτικών ροών, ενώ ασκείται πίεση στις γειτονικές χώρες να σεβαστούν τις συμφωνίες επανεισδοχής παρανόμως εισερχομένων μεταναστών. Η συνεργασία με τις βαλκανικές χώρες, αλλά και η διαρκής προσπάθεια για «εξευρωπαϊσμό» του εθνικού προβλήματος της μη νόμιμης μετανάστευσης, το ντε φάκτο «πάγωμα» των διαδικασιών του Δουβλίνου ΙΙ, το «κλείσιμο» των συνόρων για να περιοριστεί η διαφυγή μη νόμιμων μεταναστών στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα, η δημιουργία ενός νέου συστήματος παροχής ασύλου σε συνεργασία με την Κοινωνία των Πολιτών και ο σχεδιασμός για πρότυπα κέντρα φιλοξενίας, πιστώνονται ως θετικές πρωτοβουλίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Τα θετικά αυτά βήματα πρέπει να ενταθούν και να υποστηριχθούν οριζόντια, σε συνεργασία με τα υπουργεία Υγείας και Εσωτερικών, τις τοπικές Αρχές, που συχνά-πυκνά είναι οι κύριοι αντιρρησίες σε κάθε νέα υποδομή φιλοξενίας μεταναστών, τους διεθνείς οργανισμούς και φυσικά την οργανωμένη Κοινωνία των Πολιτών, με την πολύτιμη τεχνογνωσία της.


Τρομοκρατία


Η χαρακτηριστική αδράνεια των Αρχών μετά την ολυμπιακή περίοδο και κατά την τελευταία εξαετία, μαζί με μια κακώς εδραιωμένη πεποίθηση περί οριστικής εξάρθρωσης της τρομοκρατικής δράσης, οδήγησαν σε έξαρση του φαινομένου, ιδιαίτερα μετά τη ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της νεολαίας μετά τον Δεκέμβρη του 2008. Παράλληλα, η ένοπλη αντισυστημική βία δεν έπαψε ποτέ να γοητεύει το εγχώριο αριστερό υποσυνείδητο, με αποτέλεσμα, η συλλογική καταδίκη της τρομοκρατίας, να εξαντλείται αφενός σε ρητορικά σχήματα από την πολιτική εξουσία, αλλά πάντα με τους αστερίσκους και τις υποσημειώσεις της Αριστεράς. Από την άλλη πλευρά, η εκάστοτε προσπάθεια των Αρχών να βρουν την άκρη του νήματος, πάντα μέσα σε κλίμα καχυποψίας και αμφισβήτησης, εξαρτήθηκε από το βολονταρισμό ή την απροθυμία της πολιτικής ηγεσίας και της αντίληψής της για το ρόλο των υπηρεσιών της αστυνομίας και του κράτους, κατ’ επέκταση. Αν εξάγεται μέχρι στιγμής ένα βασικό πολιτικό συμπέρασμα από τις μέχρι τώρα έρευνες -και πέρα από τη σπουδαία επιτυχία της ηγεσίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη- είναι η ανάγκη για μια Εθνική Πολιτική για τη Δημόσια Ασφάλεια, η οποία θα εγγυάται την απαραίτητη συνέχεια σε ανθρώπους, υποδομές και τεχνογνωσία, τη στενή συνεργασία με τη δικαιοσύνη και την επιστημονική υποστήριξη των αντιτρομοκρατικών ερευνών.

Η καθημερινή εγκληματικότητα – παραβατικότητα


Τα επίσημα στοιχεία εγκληματικότητας -παρότι ελέγχονται εν μέρει για την αξιοπιστία των μεθόδων καταγραφής τους- λένε εν πολλοίς την αλήθεια για την καθημερινότητα των κατοίκων των αστικών κέντρων. Η καθημερινή εγκληματικότητα, όπως κλοπές, ληστείες, διακίνηση ναρκωτικών, πορνεία, βίαιες συμπεριφορές, η καταστροφή και οι φθορές σε δημόσιους χώρους, αλλά και παραβατικότητα όπως το παρεμπόριο, η κακή οδική συμπεριφορά, η παράνομη στάθμευση, η τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων, το γκράφιτι σε δημόσια κτίρια-μνημεία, οι καταλήψεις ή παράνομες εκμισθώσεις κτιρίων σε απελπισμένους μετανάστες, συνθέτουν ένα μωσαϊκό ανομίας, το οποίο αντικατοπτρίζεται με τραγικό τρόπο στο ιστορικό και εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Παρά τις πρωτοβουλίες σε επίπεδο πρόληψης και καταστολής (νέο σύστημα ηλεκτρονικής χαρτογράφησης της εγκληματικότητας, εμφανής αστυνόμευση, περιπολίες, αστυνομικοί της Γειτονιάς κατά το «community policing», επαφή με κοινότητες μεταναστών, επιχειρήσεις απο-κατάληψης κτιρίων που λειτουργούν σαν άντρα διακίνησης, σφράγισμα κτιρίων, κατάσχεση ειδών παρεμπορίου), το ζήτημα δεν είναι αστυνομικό, αλλά απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και οριζόντιου τύπου λύσεις. Η απροθυμία της σημερινής δημοτικής αρχής να συνεργαστεί με την κεντρική εξουσία, να ασχοληθεί σοβαρά με το ζήτημα και να αξιοποιήσει τον πλούτο οργανώσεων και κινήσεων πολιτών που ζητούν λύσεις στις περιοχές τους (Εξάρχεια, Άγ. Παντελεήμονας, Πλατεία Βάθη, Κυψέλη), είναι εμφανής. Η πρόσφατη πρόταση της Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής για τη λειτουργία ενός Ενιαίου Συντονιστικού Φορέα, που θα φέρει στο ίδιο τραπέζι τα συναρμόδια υπουργεία, το δήμο και τη νομαρχία με αποφασιστικές αρμοδιότητες, είναι πλέον μονόδρομος και συγκεντρώνει την υποστήριξη αξιόπιστων φωνών, εντός και εκτός κυβέρνησης. Ο προσδιορισμός των χρήσεων γης, η αξιοποίηση δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας από φορείς και ιδιώτες, η δημιουργία ελεύθερων χώρων, η τήρηση κανόνων καθαριότητας, η πρόβλεψη προνοιακών υποδομών για μετανάστες και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, η δημιουργία μιας μεγάλης νομιμοποιημένης πολυεθνικής αγοράς, η τουριστική αξιοποίηση μνημείων, οι υγειονομικοί έλεγχοι σε καταστήματα, είναι μερικά μόνο από τα μέτρα που θα μπορούσαν να δώσουν νέα πνοή στο κέντρο της Αθήνας και να αποτρέψουν τις εντάσεις, την απαξίωση και την τριτοκοσμική εικόνα που μεταδίδει σε κατοίκους και επισκέπτες της.

Φυσικές Καταστροφές


Η φλεγόμενη Ελλάδα του 2007 και του 2009, ανέδειξε την παραλυσία του κρατικού μηχανισμού, το έλλειμμα συντονισμού, την απουσία προληπτικής μέριμνας σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά και την ξεπερασμένη επιχειρησιακή ετοιμότητα των Αρχών να εκτιμήσουν, να προλάβουν και να ελέγξουν κινδύνους. Τα στοιχεία καταγράφουν ότι το περιβαλλοντικό έγκλημα απειλεί το φυσικό πλούτο της χώρας, όχι όμως μόνο στο πλαίσιο ενός συντονισμένου σχεδίου εμπρησμού, αλλά και στο επίπεδο της διαχείρισης ενός φαινομενικά αθώου περιστατικού, όπως στην περίπτωση της Ηλείας, το 2007. Η φετινή αντιπυρική περίοδος βρίσκει τα συναρμόδια Υπουργεία Περιβάλλοντος και Προστασίας του Πολίτη ενώπιον μεγάλων ευθυνών, καθώς απαιτείται η κινητοποίηση των τοπικών αρχών για προληπτικές ενέργειες καθαρισμού, η ανακατανομή του προσωπικού, η συνεργασία Πυροσβεστικής και Πολιτικής Προστασίας, η ορθολογική και δίκαιη κατανομή των πόρων στους δήμους και φυσικά, η εκπαίδευση και αξιοποίηση των εθελοντικών οργανώσεων.

Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι και στον τομέα της ασφάλειας, οι παραδοσιακές βεβαιότητες κλονίζονται. Χρειάζεται σχέδιο, συνεργασία εντός και εκτός των συνόρων και εμβάθυνση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Το αδρανές και πελατειακό κράτος, καθώς και η κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας, που για χρόνια κόστισαν σε ανασφάλεια, ζωές, πόρους, φυσικό πλούτο και ποιότητα ζωής, αποτελούν τμήμα μιας «παλιάς Ελλάδας» που υποχωρεί απέναντι σε μια νέα, προκλητική και απαιτητική πραγματικότητα, στην οποία το κράτος και οι πολίτες, αναλαμβάνουμε νέες ευθύνες.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Μεταρρύθμιση

Κοινοποίηση