H περίοδος που έπεται της οικονομικής κρίσης του 1974 αποτέλεσε ουσιαστική πρόκληση για την ιδεολογική και προγραμματική ταυτότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, καθώς και την οργανωτική τους (ανα) συγκρότηση.
Η σκληρή μονεταριστική πολιτική Θάτσερ, η νεοφιλελεύθερη συνταγή Ρίγκαν, η συναίνεση της Washington (Washington consensus), με άλλα λόγια η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της αγοράς και ο τερματισμός του παγκόσμιου διπολισμού σηματοδότησαν την απορρύθμιση της «κεϋνσιανικής» πυξίδας των σοσιαλδημοκρατών.
Παράλληλα, η εξάπλωση της τεχνολογίας, η ένταση του ανταγωνισμού, το άνοιγμα των διεθνών διαύλων οικονομικής δραστηριότητας, η κινητικότητα του κεφαλαίου και η εξάπλωση μεταϋλιστικών αξιών που βρίσκουν έκφραση μέσα από κοινωνικά κινήματα (περιβάλλον, ανθρώπισμός, ανάπτυσσόμενες χώρες), η αποδυνάμωση της πολιτικής συμμετοχής και η συρρίκνωση του αριθμού των κομματικών μελών, αποτέλεσαν αφορμές για περίσκεψη και αναθεώρηση της ταυτότητας της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, η οποία πήρε το χαρακτήρα ενός νεο-ρεφορμισμού.
Η θεωρία του «Τρίτου Δρόμου» προέκυψε ως μια «δημόσια φιλοσοφική απάντηση» (Etzioni, 2000) ή αλλιώς μια «νέα μεσαία λύση μεταξύ της κεϊνσιανού τύπου σοσιαλδημοκρατίας από τη μια πλευρά και του νεοφιλελεύθερου, θατσερικού καπιταλισμού από την άλλη.» Στοχεύοντας στον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση της συμβατικής σοσιαλδημοκρατίας (Giddens, 1998:8), «χρησιμοποιώντας νέα, μετακεϊνσιανά μέτρα για την επίτευξη του στόχου «ανάπτυξη συν κοινωνική δικαιοσύνη» (Μουζέλης, 2005), βρήκε ιδιαίτερη απήχηση και αφομοιώθηκε με εθνικές παραλλαγές στους Νέους Εργατικούς της Μ. Βρετανίας, το γερμανικό SPD, το νορβηγικό Εργατικό Κόμμα, τους Σουηδούς Σοσιαλιστές καθώς και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του ευρωπαϊκού νότου, συμπεριλαμβανομένου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Το τρίπολο «λιγότερο κράτος, λιγότερη αγορά, περισσότερη Κοινωνία των Πολιτών» (Δαμανάκη, 2004: 138) ή η συμπερίληψη αρχών του κοινοτισμού προς το πρότυπο μιας «καλής κοινωνίας», στην ουσία αναδιατύπωσε την πολιτικό και αξιακό περιεχόμενο της συμμετοχικής – συνεταιριστικής – διαβουλευτικής δημοκρατίας ως εναλλακτικού μοντέλου διακυβέρνησης.
Παρ’ ό,τι οι θεωρητικοί υποστηρικτές του Τρίτου Δρόμου δεν εξειδικεύουν το όραμά τους σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη μεταρρύθμιση των πολιτικών φορέων της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλ. των κομμάτων, αφήνουν να εννοηθεί ότι ο εμποτισμός τους από την οικοδόμηση συνεργατικών σχέσεων με την Κοινωνία των Πολιτών θα δημιουργήσει νέες – ευεργετικές για τη συμμετοχή του πολίτη και την ποιοτητα της δημοκρατίας – προοπτικές. Όπως αναφέρει και ο Giddens, η διεύρυνση της δημόσιας σφαίρας από το κράτος οφείλει να λάβει δύο κατευθύνσεις, αφενός της περισσότερης διαφάνειας και ανοικτότητας και αφετέρου της μεταρρύθμισης της δημοκρατικής διαδικασίας, «πέρα από τη διαδικασία της ψηφοφορίας, μέσα από την τοπική και άμεση δημοκρατία και τα ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα» (Giddens,1998: 75). Ιδανική για τον Giddens είναι η αφομοίωση πρακτικών και μηχανισμών των ΜΚΟ, των κοινωνικών fora και των μη-κρατικών υποκειμένων από τους πολιτικούς φορείς.
Έτσι, αντλώντας από το οπλοστάσιο της δημοκρατικής θεωρίας και της μετα-νεωτερικής πραγματικότητας (παγκόσμια διακυβέρνηση, ΜΚΟ, κοινωνικά fora, κινήματα, κοινοτισμός, ηλεκτρονική δημοκρατία, νέος τοπικισμός) υποστηρίζεται ότι είναι εφικτή η εκχώρηση εξουσιών σε δημοκρατικές και αυτοδιοικούμενες ενώσεις, όπως οι ΜΚΟ, τα τοπικά σωματεία, οι μικρές επιχειρήσεις, οι θρησκευτικές ενώσεις, οι εθνοτικές ομάδες, οι περιβαλλοντικές, ανθρωπιστικές κλπ οργανώσεις υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις πολιτικής οργάνωσης, όπως ο πλουραλισμός, η ομοσπονδιοποίηση, η επιδίωξη συναινετικών λύσεων, η ακώλυτη ροή και πρόσβαση στην πληροφορία για τους πολίτες (Hirst, 1994: 20). Άλλοι δίνουν έμφαση στις ελεγκτικές και διορθωτικές ιδιοτητες των ενώσεων πολιτών έναντι στο κυβερνητικό έργο κατά το πρότυπο του κοινοτισμού (Chekki, 1979: 22, Marinetto, 2003). Άλλοι προτάσσουν το δημοψήφισμα και τις κινήσεις πολιτών ως ενδεδειγμένες λύσεις περισσότερης κυβερνητικής διαφάνειας, πολιτικής υπευθυνότητας, εκπαίδευσης και συμμετοχής των πολιτών σε δημοκρατικές πρακτικές (Barber, 1984: 281).
Υποστηρίζεται ακόμη η άποψη ότι «ακόμη και η αποσπασματική συμμετοχική εμπειρία σε ψευδο-δημοκρατικά περιβάλλοντα τείνει να εγείρει περισσότερη συμμετοχή που μεταδίδεται από θεσμό σε θεσμό και επιχείρηση σε επιχείρηση ως μια σταδιακή και συναινετική διαδικασία» (Bachrach & Botwinick, 1992: 118).
Τέλος, οι αναφορές των Pateman και Macpherson στη συμμετοχική δημοκρατία, έτσι όπως αυτές παρατίθενται από τον David Held (1996: 271) στον παρακάτω πίνακα, αποτελούν ένα δημιουργικό κράμα των ιδεών της Νέας Αριστεράς και της παράδοσης του πολιτικού φιλελευθερισμού, και ταυτόχρονα μια περιεκτική απόδοση των χαρακτηριστικών και των προϋποθέσεων ανάδειξης του συγκεκριμένου μοντέλου διακυβέρνησης.
Η σκληρή μονεταριστική πολιτική Θάτσερ, η νεοφιλελεύθερη συνταγή Ρίγκαν, η συναίνεση της Washington (Washington consensus), με άλλα λόγια η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της αγοράς και ο τερματισμός του παγκόσμιου διπολισμού σηματοδότησαν την απορρύθμιση της «κεϋνσιανικής» πυξίδας των σοσιαλδημοκρατών.
Παράλληλα, η εξάπλωση της τεχνολογίας, η ένταση του ανταγωνισμού, το άνοιγμα των διεθνών διαύλων οικονομικής δραστηριότητας, η κινητικότητα του κεφαλαίου και η εξάπλωση μεταϋλιστικών αξιών που βρίσκουν έκφραση μέσα από κοινωνικά κινήματα (περιβάλλον, ανθρώπισμός, ανάπτυσσόμενες χώρες), η αποδυνάμωση της πολιτικής συμμετοχής και η συρρίκνωση του αριθμού των κομματικών μελών, αποτέλεσαν αφορμές για περίσκεψη και αναθεώρηση της ταυτότητας της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, η οποία πήρε το χαρακτήρα ενός νεο-ρεφορμισμού.
Η θεωρία του «Τρίτου Δρόμου» προέκυψε ως μια «δημόσια φιλοσοφική απάντηση» (Etzioni, 2000) ή αλλιώς μια «νέα μεσαία λύση μεταξύ της κεϊνσιανού τύπου σοσιαλδημοκρατίας από τη μια πλευρά και του νεοφιλελεύθερου, θατσερικού καπιταλισμού από την άλλη.» Στοχεύοντας στον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση της συμβατικής σοσιαλδημοκρατίας (Giddens, 1998:8), «χρησιμοποιώντας νέα, μετακεϊνσιανά μέτρα για την επίτευξη του στόχου «ανάπτυξη συν κοινωνική δικαιοσύνη» (Μουζέλης, 2005), βρήκε ιδιαίτερη απήχηση και αφομοιώθηκε με εθνικές παραλλαγές στους Νέους Εργατικούς της Μ. Βρετανίας, το γερμανικό SPD, το νορβηγικό Εργατικό Κόμμα, τους Σουηδούς Σοσιαλιστές καθώς και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του ευρωπαϊκού νότου, συμπεριλαμβανομένου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Το τρίπολο «λιγότερο κράτος, λιγότερη αγορά, περισσότερη Κοινωνία των Πολιτών» (Δαμανάκη, 2004: 138) ή η συμπερίληψη αρχών του κοινοτισμού προς το πρότυπο μιας «καλής κοινωνίας», στην ουσία αναδιατύπωσε την πολιτικό και αξιακό περιεχόμενο της συμμετοχικής – συνεταιριστικής – διαβουλευτικής δημοκρατίας ως εναλλακτικού μοντέλου διακυβέρνησης.
Παρ’ ό,τι οι θεωρητικοί υποστηρικτές του Τρίτου Δρόμου δεν εξειδικεύουν το όραμά τους σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη μεταρρύθμιση των πολιτικών φορέων της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλ. των κομμάτων, αφήνουν να εννοηθεί ότι ο εμποτισμός τους από την οικοδόμηση συνεργατικών σχέσεων με την Κοινωνία των Πολιτών θα δημιουργήσει νέες – ευεργετικές για τη συμμετοχή του πολίτη και την ποιοτητα της δημοκρατίας – προοπτικές. Όπως αναφέρει και ο Giddens, η διεύρυνση της δημόσιας σφαίρας από το κράτος οφείλει να λάβει δύο κατευθύνσεις, αφενός της περισσότερης διαφάνειας και ανοικτότητας και αφετέρου της μεταρρύθμισης της δημοκρατικής διαδικασίας, «πέρα από τη διαδικασία της ψηφοφορίας, μέσα από την τοπική και άμεση δημοκρατία και τα ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα» (Giddens,1998: 75). Ιδανική για τον Giddens είναι η αφομοίωση πρακτικών και μηχανισμών των ΜΚΟ, των κοινωνικών fora και των μη-κρατικών υποκειμένων από τους πολιτικούς φορείς.
Έτσι, αντλώντας από το οπλοστάσιο της δημοκρατικής θεωρίας και της μετα-νεωτερικής πραγματικότητας (παγκόσμια διακυβέρνηση, ΜΚΟ, κοινωνικά fora, κινήματα, κοινοτισμός, ηλεκτρονική δημοκρατία, νέος τοπικισμός) υποστηρίζεται ότι είναι εφικτή η εκχώρηση εξουσιών σε δημοκρατικές και αυτοδιοικούμενες ενώσεις, όπως οι ΜΚΟ, τα τοπικά σωματεία, οι μικρές επιχειρήσεις, οι θρησκευτικές ενώσεις, οι εθνοτικές ομάδες, οι περιβαλλοντικές, ανθρωπιστικές κλπ οργανώσεις υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις πολιτικής οργάνωσης, όπως ο πλουραλισμός, η ομοσπονδιοποίηση, η επιδίωξη συναινετικών λύσεων, η ακώλυτη ροή και πρόσβαση στην πληροφορία για τους πολίτες (Hirst, 1994: 20). Άλλοι δίνουν έμφαση στις ελεγκτικές και διορθωτικές ιδιοτητες των ενώσεων πολιτών έναντι στο κυβερνητικό έργο κατά το πρότυπο του κοινοτισμού (Chekki, 1979: 22, Marinetto, 2003). Άλλοι προτάσσουν το δημοψήφισμα και τις κινήσεις πολιτών ως ενδεδειγμένες λύσεις περισσότερης κυβερνητικής διαφάνειας, πολιτικής υπευθυνότητας, εκπαίδευσης και συμμετοχής των πολιτών σε δημοκρατικές πρακτικές (Barber, 1984: 281).
Υποστηρίζεται ακόμη η άποψη ότι «ακόμη και η αποσπασματική συμμετοχική εμπειρία σε ψευδο-δημοκρατικά περιβάλλοντα τείνει να εγείρει περισσότερη συμμετοχή που μεταδίδεται από θεσμό σε θεσμό και επιχείρηση σε επιχείρηση ως μια σταδιακή και συναινετική διαδικασία» (Bachrach & Botwinick, 1992: 118).
Τέλος, οι αναφορές των Pateman και Macpherson στη συμμετοχική δημοκρατία, έτσι όπως αυτές παρατίθενται από τον David Held (1996: 271) στον παρακάτω πίνακα, αποτελούν ένα δημιουργικό κράμα των ιδεών της Νέας Αριστεράς και της παράδοσης του πολιτικού φιλελευθερισμού, και ταυτόχρονα μια περιεκτική απόδοση των χαρακτηριστικών και των προϋποθέσεων ανάδειξης του συγκεκριμένου μοντέλου διακυβέρνησης.
Συμμετοχική Δημοκρατία
i. Βασικά Συστατικά
• Άμεση συμμετοχή των πολιτών στην κανονιστική διαμόρφωση κοινωνικών θεσμών, όπως ο χώρος εργασίας και η τοπική κοινότητα
• Αναδιοργάνωση του κομματικού συστήματος μέσω εισαγωγής κανόνων άμεσης λογοδοσίας των κομματικών στελεχών στα μέλη
• Λειτουργία «συμμετοχικών κομμάτων» εντός κοινοβουλευτικών ή συγκλητικών δομών
• Διατήρηση ενός ανοιχτού συστήματος θεσμών, ώστε να εξασφαλίζεται η πιθανότητα πειραματισμού με πολιτικούς σχηματισμούς.
ii.Γενικές Προϋποθέσεις
• Άμεση αναβάθμιση των ασθενεστέρων κοινωνικών στρωμάτων μέσω αναδιανομής των υλικών πόρων
• Ελαχιστοποίηση (αν όχι, εξαφάνιση) της ανεξέλεγκτης γραφειοκρατικής εξουσίας στη δημόσια και ιδιωτική ζωή
• Δημιουργία ενός ανοιχτού συστήματος πληροφόρησης για να διασφαλίζει υπεύθυνες και βασισμένες στην ενημέρωση αποφάσεις
• Επανεξέταση των όρων παιδικής μέριμνας, ώστε οι γυναίκες να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή, με τους ίδους όρους με τους άνδρες.
Πηγή: Held, D.(1996) – Models of Democracy, p. 271
Εντούτοις, είναι αναγκαία η καταγραφή των συνθηκών ιδεολογικής μετάλλαξης και εκλογικής επιβίωσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τις δεκαετίες του ’80 και ’90, ώστε να γίνει κατανοητή η πρόσληψη και τελικά η αφομοίωση του αξιακού οπλοστασίου του Τρίτου Δρόμου και στο επίπεδο της κομματικής οργάνωσης.
Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, η εγκατάλειψη των κεϋνσιανικών μοντέλων οικονομικής ανάπτυξης από την κυβέρνηση Mitterrand, σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας στρατηγικής που ενίσχυσε τις προοπτικές του κόμματος για παραμονή στην εξουσία ή αλλιώς «του αγώνα για την κατάληψη του Κέντρου» ή τη «στρατηγική του αυθεντικού κόμματος εξουσίας» (Moschonas, 169: 74).
Η εμφάνιση των ρεβιζιονιστικών θεωρήσεων του Τρίτου Δρόμου έρχεται να δώσει απαντήσεις στα φαινόμενα απο-ευθυγράμμισης των πολιτών από τα κόμματα, τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής και τη μείωση των κομματικών μελών μέσα από την ενίσχυση και κατοχύρωση του «παν-συλλεκτικού» (catch-allist) ή «εκλογικιστικού» (electoralist) τύπου κόμματος ή ακόμα και του «κόμματος – καρτέλ» (cartel party).
Κοινά σημεία αναφοράς σε αυτούς τους τύπους μετάλλαξης της κομματικής οργάνωσης που υιοθετεί σταδιακά η σοσιαλδημοκρατία καθώς εγκαταλείπει ανεπιστρεπτί τις παραδοσιακές «μαζικές» της δομές, είναι η εσωτερική πολυδιάσπαση και οι χαλαρές οργανωτικές δομές, οι διευρυμένες ιδεολογικές αναφορές που τείνουν προς το Κέντρο, η απασχόληση επαγγελματιών – στελεχών, η ενίσχυση της ηγετικής ομάδας και η έμφαση στο πρόσωπο του ηγέτη προέδρου, η νέου τύπου δυνατότητα συμμετοχής στις εσωκομματικές διαδικασίες μέσα από την αποδυνάμωση της ιδιότητας του μέλους και την ενθάρρυνση εισόδου «φίλων», «συμμέτοχων», «εταίρων» που απολαμβάνουν την ιδιότητα του μέλους και διευρύνουν το εκλογικό ακροατήριο τείνοντας χείρα φιλίας προς την Κοινωνία των Πολιτών (Kirchheimer, 1990: 52, Katz & Mair, 1995, Panebianco, 1988, Gunther & Diamond, 2003).
Η εφαρμογή των τάσεων αυτών είναι χαρακτηριστική στις περιπτώσεις των κομμάτων που ταυτίστηκαν με τον «Τρίτο Δρόμο» (New Labour υπό την ηγεσία του Tony Blair) ή αλλιώς το «Νέο Κέντρο» (Sozialdemokratische Partei Deutschlands υπό την ηγεσία του Gerhard Schroeder).
Στην περίπτωση των Εργατικών, η παραμονή στην αντιπολίτευση για 18 συναπτά έτη οδήγησε, με περισσότερη ένταση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην ιδεολογική από-ριζοσπαστικοποίηση (κατάργηση της περίφημης ρήτρας IV του καταστατικού περί «συνιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, διανομής και ανταλλαγής») και στον εκδημοκρατισμό της κομματικής οργάνωσης. Ειδικότερα, η άνοδος του Tony Blair στην ηγεσία του κόμματος (1994) σηματοδότησε μια σειρά από δραστικές αλλαγές στο επίπεδο της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας των New Labour που καταγράφηκαν στο νέο μανιφέστο του κόμματος και εγκρίθηκαν μέσω ψηφοφορίας από τα μέλη. Στο επίπεδο της οργάνωσης, ο «Τρίτος Δρόμος» μεταφράστηκε ως αναβάθμιση των δικαιωμάτων ψήφου, στην άμεση και ακώλυτη απόκτηση ιδιότητας μέλους και στον έλεγχο της ηγεσίας από τοπικά, περιφερειακά και κεντρικά όργανα (Mandelson & Liddle, 1998: 220, Scarrow, 1996: 169).
Εντούτοις, η εφαρμογή άμεσων διαβουλευτικών μηχανισμών με τα μέλη του κόμματος καθώς και με κοινωνικούς εταίρους και μη-κυβερνητικές οργανώσεις (με τη μορφή δημόσιων φόρουμ, όπως τα Policy Forums) εξισορροπήθηκε από την εισαγωγή νέων «οργάνων» που ανέλαβαν μείζονες παραδοσιακές κομματικές λειτουργίες και δεν λογοδοτούσαν στα κομματικά όργανα (Institute of Public Research, Shadow Communications Agency) (Seyd, 1999).
Η αθρώα εγγραφή νέων μελών, η ενίσχυση της ηγετικής ομάδας μέσω ευρείας λαϊκής νομιμοποίησης και μηχανισμών διαβούλευσης με την κοινωνία, αντισταθμίστηκε από την προσωποποίηση των εκλογικών αγώνων, την ύπαρξη κεντρικού ελέγχου, την απώλεια του θεσμικού πλουραλισμού στη διακυβέρνηση και την τελική ενίσχυση του κόμματος στην εξουσία εις βάρος του κόμματος στη βάση του (Mair, 2000, Katz & Mair, 2002).
Παρά την εκλογική αποτελεσματικότητα των Νέων Εργατικών για τρεις συναπτές αναμετρήσεις σε εθνικό επίπεδο, η εισαγωγή συμμετοχικών διαδικασιών και ο εμποτισμός της κομματικής οργάνωσης με το αξιακό πλαίσιο του Τρίτου Δρόμου αμφισβητούνται ως προς την έκταση, την ποιότητά και τη σκοπιμότητά τους.
Η «οργανωτική και στρατηγική παράλυση του SPD στη δεκαετία του ‘80» (Kitschelt, 1994: 247) και στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, ανακόπηκε με τη σταδιακή ανάδειξη της κεντρο-αριστερής τάσης ως κυρίαρχης από το 1995 και κατόπιν. Υπό την ηγεσία του Oscar Lafontaine, αλλά κυρίως του Gerhard Schroeder (1998 – 2005), το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα πραγματοποιήσε ένα μεγάλο άνοιγμα προς την κοινωνία με την εμπλοκή των «φίλων» του κόμματος και μη-κυβερνητικών οργανώσεων στην εσωκομματική διαδικασία λήψης αποφάσεων, όπως της συμμετοχής στο κομματικό ψηφοδέλτιο στις τοπικές και ομοσπονδιακές εκλογές, της συμμετοχής και εισαγωγής ιδεών και προτάσεων στις «θεματικές οργανώσεις» (Konzeptionsvereine), καθώς και στα εργατικά συνδικάτα (Vlachos, 2005, Γεωργιάδου, 2002).
Ο εκδημοκρατισμός του κόμματος ενισχύθηκε ταυτόχρονα μέσω της αναβάθμισης των δικαιωμάτων των μελών, όπως αυτό της εκλογής του υποψήφιου για την Καγκελαρία και της συμμετοχής σε ανοιχτή ψηφοφορία για σημαντικά κομματικά ζητήματα. Πιστεύεται ότι η «συγκατοίκηση» των Πρασίνων με το SPD συνέβαλε στην εισαγωγή περισσότερο συμμετοχικών και λιγότερο αυταρχικών μοντέλων εσωτερικής οργάνωσης (Moschonas, 2001: 128). Εντούτοις, όπως και στην περίπτωση των Νέων Εργατικών, η οργανωτική ανασυγκρότηση μέσω του «ανοίγματος» στην κοινωνία και του εκδημοκρατισμού, διήλθε μέσω της ισχυροποίησης της ηγετικής ομάδας και της επαγγελματικοποίησης αρκετών κομματικών λειτουργιών. Το «Νέο Κέντρο» που ευαγγελίστηκε ο Schroeder, τουλάχιστον στο επίπεδο της εσωκομματικής μεταρρύθμισης δεν μπόρεσε να υπερβεί τις κριτικές για νέο-ρεφορμισμό, περιθωριοποίηση της αριστερής/παραδοσιακής πτέρυγας του κόμματος και σαφή παν-συλλεκτισμό που τραυμάτισαν την ταυτότητα του κόμματος και το εξέθεσαν σε κοινωνικά και τελικά, εσωκομματικά μέτωπα.
Συμπερασματικά, η θεωρία του «Τρίτου Δρόμου» αποτέλεσε μια αξιακή πλατφόρμα, μια γενική κατευθυντήρια φιλοσοφία, παρά μια κωδικοποιημένη πρόταση για τη νέα σοσιαλδημοκρατία της δεκαετίας του ’90.
Κατά πρώτον, η συνεισφορά της ανιχνεύεται στο ιδεολογικό – προγραμματικό επίπεδο μέσω της από-ριζοσπαστικοποίησης, του μινιμαλισμού και του εκσυγχρονισμού της σοσιαλδημοκρατίας προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός μετα-διπολικού κόσμου, με πολύ-επίπεδες πηγές διακυβέρνησης. Οι αναφορές στην Κοινωνία των Πολιτών αποτέλεσαν έναυσμα για την απαρχή ενός διαλόγου προκειμένου να υπάρξουν προϋποθέσεις ποιοτικής αναβάθμισης της θεσμικής λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της αναζήτησης νέων ιδεών και λύσεων έξω από το συμβατικό πλαίσιο του φθίνοντος κομματισμού.
Κατά δεύτερον, ο Τρίτος Δρόμος αποτέλεσε τη νομιμοποιητική βάση πάνω στην οποία οι προγραμματικές αλλαγές συνοδεύτηκαν από αλλαγές στην εσωτερική οργάνωση των κομμάτων. Η εισαγωγή συμμετοχικών και διαβουλευτικών μηχανισμών μέσω διεύρυνσης του δικαιώματος ψήφου σε μη-μέλη, η συμμετοχή κοινωνικών εταίρων και ΜΚΟ σε συζητήσεις και στη διαμόρφωση πολιτικών προτάσεων, η δημιουργία νέων πολλυσυλεκτικών τομεακών οργανώσεων και τα δημοψηφίσματα συνυπάρχουν με ισχυρές ηγετικές ομάδες που περιστοιχίζονται από ινστιτούτα και όργανα που δεν λογοδοτούν στην κομματική βάση, «χαλαρές ζεύξεις» (loose coupling) μεταξύ των οργάνων της κομματικής ιεραρχίας, ενώ η επαγγελματικοποίηση και η προσωποποίηση του εκλογικού αγώνα συμβιώνουν με παν-συλλεκτικές τακτικές «μετριασμού» της ατζέντας, κατάληψης του κεντρώου πολιτικού χώρου και παραμονής ή επανόδου στην εξουσία.