ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΛΑΧΟΣ

Κοινωνικοποίηση της Καινοτομίας ως απάντηση στην Ανισότητα | Ομιλία στο Delphi Economic Forum 05.03.2017

Κοινοποίηση

Αυτή δεν είναι μια μελέτη ή μια κριτική στην κυβέρνηση. Είναι μια προβολή στο μέλλον, ένα νέο αφήγημα για τη μελλοντική Ελλάδα, όπως άλλωστε είναι και το θέμα της συζήτησής μας. Είναι ουσιαστικά μια άσκηση, μια μπαλιά στο μέλλον, για να δοκιμάσουμε να σκεφτούμε και να συζητήσουμε σε ένα άλλο γήπεδο.
Αντίθετα με όσα λέγονται, η εποχή ανατροπών, ανασφάλειας και κινδύνων που ζούμε, δεν ειναι μια ιστορική ανωμαλία ή μια εξαίρεση. Μετά από μια σχετικά ομαλή περίοδο 30 χρόνων όπου οι δημοκρατικοι και οικονομικοι θεσμοί συντονίστηκαν και παρήγαγαν πλούτο και δυνατότητες, επανερχόμαστε στην ιστορική κανονικότητα: αστάθεια, έριδες, εντάσεις, ανατροπές είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες θα μάθουμε ξανά να ζούμε, όπως έγραψε και ο ιστορικός Αλεν Ντε Μποτόν.
Η Ελλάδα δεν είναι μια υποσημείωση ή μια διαρκής εξαίρεση, όπως θέλουμε να νομίζουμε. Δεν είμαστε οι μόνοι που νιώθουμε ότι διαρκώς κάποιος μας τραβά το χαλι κάτω από τα πόδια, που τσιμπιόμαστε αν αυτό που βλέπουμε είναι επιθεώρηση ή πολιτικές ειδήσεις. Δεν είμαστε οι μόνοι που ζουν ένα μεγάλο χάσμα πλούτου και ευκαιριών ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, σε γυναίκες και άντρες, σε ντόπιους και αλλοδαπούς. Δεν είμαστε η μόνη κοινωνία που αλλάζει σύνθεση γιατί γερνάει και σύσταση γιατί θα μάθει να ζει με τους ξένους του σήμερα. Είμαστε άλλη μια ευρωπαϊκή, δυτική κοινωνία που ακούει ότι μεταρρυθμίζεται και σταδιακά αναπτύσσεται. Όμως η αίσθησή μας είναι ότι αυτό δεν συμβαίνει ή καλύτερα – δεν αφορά όλους.
Παρά τα στοιχεία που δείχνουν μια αργή μείωση της ανεργίας, λίγοι δίνουν έμφαση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εργασίας. Part-time, εποχιακοί, ανασφάλιστοι, εγκλωβισμένοι νέοι των 300 και 400 ευρώ δουλεύουν σε καφετέριες, ξενοδοχεία, ντελίβερι, εστιατόρια, σε δουλειές που σχεδόν κανείς από όσους είναι σήμερα εδώ δεν θα έκανε. Η περιστασιακή ή μερική απασχόληση γίνεται κανόνας στην Ευρώπη, ενώ όσοι σας πουν ότι είναι από επιλογή, να τους πείτε ότι το 2015 περίπου 7 στους 10 μερικώς απασχολούμενοι δεν είχαν άλλη επιλογή. Αν δείτε τα ποσοστά της μερικής απασχόλησης στις γυναίκες είναι τριπλάσια σε σχέση με των ανδρών.
Έχουμε συντάξεις που μειώνονται, κυρίως εξαιτίας της ανεργίας και της γήρανσης, ενώ οι υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας μοιραία ακριβαίνουν.
Έχουμε φοιτητές με ακριβά πτυχία στην κορνίζα, αλλά με μηδενικό αντικρισμα στην αγορά εργασίας, άρα επιλέγουν να πάνε σε άλλη χώρα. Έχουμε εργαζόμενους στην παλιά μεταποίηση ή στο λιανεμπόριο που χάνουν εξαιτίας της φυγής επιχειρήσεων ή κεφαλαίων, του μικρού μεγέθους που δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τους μεγάλους, την έλλειψη πόρων για εκσυγχρονισμό και έρευνα
Έχουμε επιχειρήσεις που θα χάσουν σε όλα τα στάδια – από την παραγωγή και τα δίκτυα διανομής μέχρι τις πωλήσεις και το μάρκετινγκ – αν δεν αυτοματοποιήσουν ή ψηφιοποιήσουν τις υπηρεσιες τους ή αν δεν συνεργαστούν ή απλά, δεν μεγαλώσουν.
Τέλος έχουμε ένα Δημόσιο που παράγει και παρέχει μέτριες έως κακές υπηρεσίες της δεκαετίας του ’50, αδυνατεί να σχεδιάσει πολιτικές, να σκεφτεί, να επινοήσει, να εξυπηρετήσει. Με μια εξαίρεση: καινοτομεί μόνο για να μαζέψει φόρους!
Στην περίπτωση λοιπόν της Ελλάδας ζούμε μια πολιτική οικονομία της κρίσης – μια οικονομία σε καιρό πολέμου: 40% μικρότερο ΑΕΠ, εξτρεμισμός στους φόρους, διαρκείς περικοπές, ανεργία στα ύψη, επισφάλεια σε όλες τις μορφές της, απώλεια ανθρώπινου και οικονομικού κεφαλαίου, διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα και στις γενιές, μείωση του κόστους εργασίας και πτώση της παραγωγικότητας του ανθρώπινου δυναμικού, μετάβαση σε θέσεις εργασίας, που δεν απαιτουν εξειδίκευση και πάει λέγοντας. Αν το 2030 η μέση ηλικία θα είναι τα 51 έτη, καταλαβαίνουμε όλοι τι μας περιμένει.
Με λίγα λόγια, συμμετέχουμε σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που έχει στόχο την ανάπτυξη, που με τη σειρά της έχει στοχο να χτίσει θεσμούς. Αλλά τελικά τους χτίζει αφήνοντας έξω τους πολλούς. Αυτό είναι το τείχος που προκαλεί ανασφάλεια, θυμό, αμφισβήτηση στο σημερινό δυτικό κόσμο. Είναι το τείχος που χωρίζει όσους δανείζουν με αυτούς που δανείζονται. Αυτούς που καινοτομούν με αυτούς που επαναλαμβάνουν όσα γνωρίζουν. Αυτούς που εξάγουν με αυτούς που εισάγουν. Αυτούς που ταξιδεύουν, παράγουν, μορφώνονται, έχουν επαγγελματικές επιλογές με αυτούς που χάνουν τη μόνη σταθερή δουλειά που ξέρουν, δουλεύουν για λίγα χρήματα πολλές ώρες, νιώθουν φόβο και ανασφάλεια για το νέο, το ξένο και το διαφορετικό. Αυτούς που θα ζήσουν καλύτερα από τους γονείς τους με αυτούς που ζουν και θα ζήσουν χειρότερα από τους δικούς τους.
Κάπως έτσι ζυμώθηκαν οι δημοκρατίες της απογοήτευσης, της μικρής συμμετοχής, της χαμηλής έντασης. Κάπως έτσι κάποιοι αυταρχικοί και ακροδεξιοί τυχοδιώκτες βρίσκουν την ευκαιρία και χακάρουν το σύστημα, όντες οι ίδιοι μια χυδαία εκδοχή του συστήματος.
Όμως ακούει κανείς αρκετούς Ευρωπαίους αξιωματούχους, πολιτικούς και αρκετούς ‘μεταρρυθμιστές’ και προκαλεί εντύπωση ότι αρνούμαστε ακόμη να δούμε ότι η μετα-λιτότητα διαιρεί τις κοινωνίες στο εσωτερικό τους, τα κράτη και τις επιχειρήσεις μεταξύ τους. Είναι οι πολιτικές που φέρνουν τη Λεπέν και το Βίλντερς, όχι οι ψευδαισθήσεις και η μετα-αλήθεια.
Και όχι μόνο. Συνεχίζουμε να κάνουμε σήμερα, αυτό που κάναμε όταν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Χωρίς πολλές διαφοροποιήσεις, στην Ευρώπη έχει επικρατήσει το λεγόμενο “υδραυλικό μοντέλο” μεταξύ κράτους και αγοράς. Δεν θα δείτε μεγάλες διαφορές αυτής της αντίληψης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, αφού οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες του σήμερα ήταν κάποτε μαρξιστές. Τι μας λέει η κληρονομιά αυτού του συμβιβασμού που επιτρέπει στο κράτος να παρεμβαίνει νομοθετικά στην οικονομία; Ότι αρκεί να ρυθμίσουμε τη σχέση μεταξύ τους με αυξομειώσεις. Περισσότερο κράτος – λιγότερη αγορά λέει η Αριστερά, περισσότερη αγορά – λιγότερο κράτος λέει η Δεξιά. Και στο πλαίσιο αυτό η αντιμετώπιση των ανισοτήτων γίνεται απλά ένα ζήτημα αναδρομικής προοδευτικής φορολόγησης και δημοσίων δαπανών ή αντικυκλικών πολιτικών με επιδοματα-φιλοδωρήματα.
Εκεί δεν υπάρχει όριο. Μπορείς να φορολογείς τα πάντα και τους πάντες. Αρκεί να υπάρχει πλούτος, αλλά να υπάρχουν και εργαζόμενοι. Σε κοινωνίες συνταξιούχων όμως, όπου οι εργαζόμενοι λιγοστεύουν, οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν, μειώνεται η παραγωγικότητα κάθε ατόμου, η εργασία γίνεται ακριβή και το κεφάλαιο φθηνό, πως είναι δυνατό να επιβιώσει αυτό το μοντέλο; Η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί. Και αν συνεχιστεί για πολύ, τότε οδηγεί σε ύφεση, φτώχεια, κοινωνική σύγκρουση, ηττημένες κοινωνικές ομάδες και χαμένες γενιές.
Ποιο μπορεί λοιπόν να ειναι το κάλεσμα, η πρόκληση, αλλά και το αφήγημα για την Ελλάδα και την Ευρώπη της ερχόμενης δεκαετίας; Δε μπορει να είναι άλλο από το ρίξιμο αυτού του τείχους, που κρατά έξω απο τη σύγχρονη οικονομία, τη γνωση, τη συμμετοχή, την εργασία ένα τεράστιο ανθρώπινο κεφάλαιο – νεότερο και ηλικιωμένο.
Και για να πέσει αυτό το τείχος χρειάζεται μια νέα σχέση ανάμεσα σε όλους μαςπολιτικούςεπιχειρηματίεςτεχνοκράτεςακτιβιστές που βασίζεται στην πρωτοβουλία και στην απελευθέρωση της δυνατότητας κάθε ανθρώπουόχι απλά να γίνει ίσοςαλλά να γίνει κάτι μεγαλύτερο από αυτό που του όρισε η μοίραη θρησκείαη καταγωγήτο εισόδημα. Αυτή ήταν εξάλλου και η ουσία των δύο μεγαλύτερων πολιτικών “θεολογιών” του 19ου αιώνα: του μαρξισμού και του φιλελευθερισμού: να ανυψώσουν τον άνθρωπο.
Ποιο είναι το εργαλείο αυτής της νέας σχέσης που οδηγεί σε δημοκρατικό και οικονομικό μετασχηματισμό; Το ξέρουμε ολοι. Είναι η Γνώση, η Εμπειρία, η Εφευρετικότητα, η Έρευνα, η Καινοτομία. Και αν νομίζετε ότι όλες αυτές ειναι έννοιες πολυφορεμένες και ουδέτερες, είναι μάλλον θεμα προσδοκιών και φιλοδοξίας. Αρκεί να ξέρουμε τι θέλουμε να πετύχουμε και ποιους θέλουμε να ωφελήσουμε. Θα σας φέρω μερικά παραδείγματα.
Σήμερα η γνώση είναι παγιδευμένη σε λίγα ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια και μεγάλες καινοτόμες επιχειρήσεις. Οι μεγάλες εφευρέσεις της τεχνολογικής επανάστασης σταμάτησαν πριν περίπου 30 χρόνια και η μόνη πρόοδος που είναι εφικτή είναι η ανασυνδυαστική καινοτομία, η δυνατοτητα δηλαδή να συνδυαστούν πολλές πατέντες μαζί, ώστε η συσσωρευμένη γνώση να παραγάγει νέα γνώση σε όλες τις επιστήμες. Το μονοπώλιο της γνώσης σε λίγο δεν θα έχει κανένα όφελος. Η ανοιχτότητα και η μοιρασία της πληροφορίας κάθε βιβλιοθήκης, μουσείου, πανεπιστημίου, εργαστηρίου με σύγχρονα μέσα είναι ο νέος διάδρομος απογείωσης της ανθρωπότητας.
Το βλέπουμε στο επιχειρείν. Τεράστιες επιχειρήσεις τεχνολογίας, όπως οι Apple, Google, Facebook, Microsoft είναι από μόνες τους κοιτίδες αριστείας και έρευνας, που από τη μία υποκαθιστούν μια οργανωμένη εκπαιδευτικη διαδικασία, από την άλλη θέτουν τα όρια και την ηθική της ανάπτυξης, επενδύουν σε νέες υπηρεσίες, παρεμβαίνουν σε όλες τις πτυχες της δημόσιας οργάνωσης μέσα από το χρήμα και την επιρροή που κερδίζουν. Παράγουν προϊόντα που τροχοδρομούν την αισθητική, τις συνήθειες μας, την πληροφορία, την αντιληψή μας για τον κόσμο.
Το βλεπουμε στην οικονομία. Δείτε το πρόβλημα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας ως μια ακραία διαστροφή του παγκόσμιου προβλήματος της υπερχρέωσης στον δυτικό κόσμο. Τέσσερις συστημικές τράπεζες – ζόμπι συν άλλες τέσσερις μη συστημικές, χωρίς δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις, νέες ιδέες, νέες ομάδες με εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης, μοιραία οδηγούν όσους έχουν τη δυνατότητα σε ανυπόμονα funds ή σε βραδυκίνητα προγράμματα επιδοτήσεων/ενισχύσεων. Ενώ το ζητούμενο είναι περισσότερες μορφές και κανάλια ενίσχυσης, χρηματοδότησης και ανάπτυξης, ώστε να μη μένει κανείς έξω από το παιχνίδι και για να διοχετευθούν περισσότερα χρήματα από το σύννεφο του χρηματοπιστωτικού καζίνο σε παραγωγικές επενδύσεις.
Το βλέπουμε στην κοινωνική ανάπτυξη και σε μια νέα κοινωνική ταυτότητα. Μέχρι σήμερα μας όριζε η εργασία, το επάγγελμα, η εθνικότητα, ο μισθός, το επίδομα, η σύνταξη. Σκεφτείτε το: μιλάμε για συνταξιούχους, βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι ανθρώπους από τα 50 έως τα 80 έτη, αδιαφορώντας για το τι θελουν και τι μπορούν να πετύχουν όλοι αυτοί που σύντομα θα είναι η πλειοψηφία στις κοινωνίες μας. Το χρήμα ήταν το σκυροδεμα της κοινωνικής ταυτότητας και της ομοιογένειας. Τώρα που δεν περισσεύει, το κράτος δε μπορεί να υπαγορεύσει τους όρους και τους κανόνες συνύπαρξης και κοινωνικής ανάπτυξης.
Τι σημαίνει αυτό; πολίτες, επιχειρήσεις, συλλογικότητες, κράτος συνεργάζονται για έναν κοινό στόχο, από την αναβίωση ενός ιστορικού μνημείου έως τον καθαρισμό μιας ακτής, από την δημιουργία μιας αλυσίδας επιχειρήσεων έως νέες μορφές συνεταιρισμου και κοινωνικής αλληλεγγύης. Αποφασίζουμε μονοι μας το ποιοι θέλουμε να ειμαστε και τι θέλουμε να πετύχουμε για τη γειτονιά, το δήμο, τον τόπο μας. Αυτό ειναι το περίφημο κοινωνικό κεφάλαιο που παράγει ευκαιρίες, πλούτο, δυνατότητες, γνώση και πολιτισμό.
Πάμε στο κράτος, που καλείται να κάνει περισσότερα με λιγότερα. Όλη η συζήτηση για το μέγεθος είναι αστεία όταν οι υπάλληλοι δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει, δεν έχουν γνώσεις και είναι απλά κούριερ εγγράφων. Από τη μία έχουμε ένα smartphone μέσα από το οποίο κάνουμε όλο και περισσσότερες συναλλαγές και από την άλλη δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δεν μπορεί ένα πιστοποιητικό να έρθει στο μέηλ μας ή ένα τεύχος προκήρυξης ενός διαγωνισμού θέλει κυριολεκτικά διερμηνεά.
Χωρίς πίεση από την κοινωνία, τη γνώση και την εξέλιξη δεν θα αλλάξουν πολλά. Όταν ο πολίτης αλλά και ο υπάλληλος αποκτήσει πρόσβαση στην πληροφορία, θα μάθει και να αξιολογεί. Και όταν αξιολογεί θα απαιτεί καλύτερες εφαρμογές, υπηρεσίες, ακόμη και συμμετοχή σε ένα νόμο, μια ρύθμιση, μια απόφαση – κάτι που σήμερα γίνεται προσχηματικά. Διαφάνεια λοιπόν αλλά και εκπαιδευση του πολίτη να συμμετέχει σε κάθε λειτουργία του πολιτεύματος και της διοίκησης μέσα από την τεχνολογία, τη γνώση και τη συνεργασία με τον μη κερδοσκοπικό τομέα και τις επιχειρήσεις.
Ποια ειναι λοιπόν η μεγάλη και προοδευτική πολιτική πρόκληση για την Ελλάδα της επόμενης 15ετίαςΝα ενώσει την απελπισία των αποκλεισμένων με τις δυνάμεις των καινοτόμωνώστε η καινοτομία να μπει στην υπηρεσία της κοινωνίαςτης εκπαίδευσηςτης αγοράςτης παραγωγής και της δημοκρατίας και να ρίξει τα σύνορα της διάκρισης και του αποκλεισμού.
Η δική μου αίσθηση σήμερα είναι ότι η Ελλάδα σιγοβράζει όχι μόνο από οργή αλλά και προσδοκία. Γεννά ιδέες και επινοεί καθημερινά ως σανίδα επιβίωσης. Πληρώνει τους φόρους της, στέκεται σε ουρές, κόβει από το οικογειακό τραπέζι για να πληρώσει τις σπουδές των παιδιών της, χαρίζει τη σύνταξη σε παιδιά και εγγόνια. Ως αντίβαρο στις θυσίες που δεν έχουν τέλος, ζητά ηγεσία για να τινάξει από πάνω της το μαύρο σύννεφο που μεγαλώνει από την τοξικη πολιτική του “φύγε εσύ για να έρθω εγώ”Και όσο και να επιμένουν κάποιοι στο μεσσιανισμόκανένα αφήγημα δεν έχει τύχηαν δεν δώσει σε όλους το δικαίωμα να είναι μέρος ενός σχεδίουμέσα απο το οποίο θα δουν τη ζωή τους να σταθεροποιείται και να καλυτερεύειόχι να μαυρίζει και να περιορίζεται.
Κάποτε το ιστορικό υποκείμενο ήταν το προλεταριάτοσήμερα είναι το πρεκαριάτοη γενιά της κρίσηςΚάποτε το καύσιμο ήταν το κεφάλαιοσήμερα είναι η εργασίαΚάποτε ήταν η αναδιανομή χρήματοςσήμερα είναι η αναδιανομή ευκαιριών σε κάθε στάδιο συμμετοχής στην κοινωνία και στην αγοράόχι μόνο στο γκισέΚάποτε ήταν η εθνική ομοιογένειασήμερα είναι η συνύπαρξη με κοινούς στόχους.
Άρα, όσο και αν νομίζουμε ότι δεν μπορουμε, στην πραγματικότητα έχουμε σχέδιο: είναι η κοινωνικοποίηση της καινοτομίας, με τη συνεργασία κράτους – επιχειρήσεων – πολιτών. Με στόχο το ρίξιμο των τειχών, την παραγωγή πλούτου, την αναγέννηση της δημοκρατίας και τη δυνατότητα κάθε ανθρώπου να μην κάνει καμία δουλειά που θα μπορούν να κάνουν οι μηχανές.
Το νέο αφήγημα λοιπόν είναι αναγκαστικά προοδευτικό γιατί ενώνει αυτούς που μπορούν και δεν έχουν, με αυτούς που έχουν και μπορούν. Μιλά για μια πραγματική κοινωνική και οικονομική απελευθέρωση. Είναι μια μια νεα πολιτική οικονομία της αξίας, με αρετή, δηλαδή ισότητα και τόλμηδηλαδή καινοτομία για όλους.”
Η παρέμβαση αυτή εκφωνήθηκε στο πάνελ “Young Leaders Roundtable – Changing the Narrative For Greece” του Delphi Economic Forum, στις 05.03.2017

Κοινοποίηση