Έχουν παρέλθει 3 έτη και κάτι ημέρες από τη βελούδινη διαδοχή στην ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την ουσιαστική αποχώρηση του πρ. πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη από την πρώτη γραμμή της πολιτικής επικαιρότητας.
Η τοποθέτηση του κομματικού συμφέροντος και της συνέχισης του εναγκαλισμού του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με την εξουσία, η λαγνεία των δημοσκοπήσεων, η μέχρις ενός σημείου υποβολιμαία κοινωνική δυσαρέσκεια, η εσωκομματική αντιπολίτευση από τους κήνσορες της λαϊκίστικης “αριστερής” πτέρυγας, η ιδεολογική επικράτηση του διανοήματος – χυλού του “μεσαίου χώρου” στην εγχώρια δημόσια σφαίρα, απεδείχθησαν λόγοι υπέρτεροι της παραμονής στην αρχηγία του πιο πετυχημένου πρωθυπουργού της μεταπολεμικής Ελλάδας, ένός εκ των βαθειά δημοκρατικών, μορφωμένων, αξιοπρεπών και ηθικών πολιτικών, ενός εκ των αρίστων που έχει καθίσει ποτέ στα έδρανα του ελληνικού κοινοβουλίου. Αρκετοί μίλησαν για εμφανείς πιέσεις, συμβόλαια τιμής ανάμεσα στον ίδιο και τον Γ. Παπανδρέου, όμως αυτές οι συνωμοσιολογίες δεν αποδεικνύονται και δεν έχουν καμία σημασία για την ουσία του πράγματος. Και ποιά είναι η ουσία του πράγματος;
Πρώτον, η σύγκριση ανάμεσα στην Ελλάδα του 2003-4 και στην Ελλάδα του 2007, είναι καταδικασμένη στην κατάθλιψη. Πέρα από το μέτωπο της οικονομίας, του κόστους ζωής, της διαφθοράς, της ασφάλειας εκεί που η χώρα υφίσταται ουσιαστικό πλήγμα είναι στις διεθνείς της σχέσεις, στην εικόνα της στον κόσμο. Η εκ νέου βαλκανοποίηση της Ελλάδας και η καταδίκη της στις καλένδες της γκρινιάρας, δύσκαμπτης γεροντοκόρης της Ε.Ε. δεν αντανακλάται μόνο στη φοβική εξωτερική πολιτική, στο Κυπριακό, στα ελληνοτουρκικά, στις ρουκέτες στην πρεσβεία, αλλά και στις απείρου κάλλους γκάφες τύπου απογραφή, “βασικός μέτοχος”, υποκλοπές.
Δεύτερον, μέσα σε 3 χρόνια, η απαραίτητη ίσως για τους θεσμούς πολιτική αλλαγή (εν μέσω δικομματισμού πάντα) έχει μεταφραστεί σε μοναδική οπισθοδρόμηση που εδραιώνει σε κάθε κοινωνική βαθμίδα μια νέα κοινωνική κουλτούρα, ή καλύτερα, την αναβίωσή του χειρότερου νεοελληνικού εαυτού. Την κουλτούρα της ευκολίας, της ασυδοσίας, του ρεβανσισμού, της απαξίωσης εννοιών και αξιών όπως “μεταρρύθμιση, ασφάλεια, αξιοκρατία, λογοδοσία”. Ακούει κανείς (γιατί το να δει σημαίνει εμπειρία στο επίπεδο του πραγματικού) τον Κώστα Καραμανλή να ομιλεί για μεταρρυθμίσεις και θυμάται τις κυβερνήσεις Σημίτη τόσο στις επιτυχίες της με τα μεγάλα έργα υποδομής, τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, στις ένοπλες δυνάμεις, την αποκέντρωση, τις ανεξάρτητες αρχές, την ασφάλεια, την οικονομική ανάκαμψη, τις κοινωνικές δαπάνες, την εξωτερική πολιτική της αυτοπεποίθησης και του σταθερού εξευρωπαϊσμού. Θυμάται βέβαια και τις αποτυχίες ή τις “κολοβές μεταρρυθμίσεις” τις στους τομείς της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης, θυμάται όμως τη μοναδική τομή σύγκρουσης με την εκκλησία και τα χειρουβείμ του μεσαίου χώρου, θυμάται 8 χρόνια έντονου πολιτικού ενδιαφέροντος με μεγάλα διακυβεύματα, ρήξεις και τομές. Ένα πρωθυπουργό παρόντα, έναν πολιτικό λόγο μεστό, μια στρατηγική διακυβέρνησης για τη χώρα με αρχή, μέση και τέλος.
Τρίτον, η ιστορία αποδεικνύει περίτρανα τα συμπλέγματα και τις γενετικές ασθένειες που κληροδότησε στο ΠΑΣΟΚ ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ένα κίνημα μωσαϊκό, συναρμολογημένο πάνω στις εφήμερες υποσχέσεις της επαφής με την εξουσία, ένά κόμμα βαθύτατα διχασμένο που το απωθεί η αυτοκριτική, με χιλιάδες πλέον κακομαθημένα και διεφθαρμένα στελέχη όλων των βαθμίδων. Πολλοί από δάυτους, είτε από αμοραλισμό είτε από έλλειψη παιδείας, είτε από διαφορετική θέαση προς το δημόσιο συμφέρον αντέδρασαν και θα αντιδρούν αυτόματα σε κάθε ουσιαστική αλλαγή, κομματική και κυβερνητική με όρους μικροπολιτικής. ‘Οπως το 2003 ήταν υπεύθυνος ο Σημίτης για τις -6% στις δημοσκοποήσεις, άλλο τόσο είναι σήμερα υπεύθυνος σήμερα ο Παπανδρέου για το -2% εν καιρώ αντιπολίτευσης, και πάει λέγοντας. Αδύναμοι να αναγνώσουν τις νέες εκφάνσεις τις ατομικότητας έναντι της συλλογικότητας και να ενδυναμώσουν τη δεύτερη με καινοτόμες ακομπλεξάριστες προγραμματικές θέσεις, οι παρτιζάνοι του Κινήματος συνεχίζουν να ερμηνεύουν την πολιτική μυωπικά, εκλογικά, καιροσκοπικά.
Δεν γράφω αυτές τις γραμμές in memoriam για έναν πολιτικό που επέλεξε να πάει σπίτι του, να συνεχίσει το πλούσιο συγγραφικό του έργο, να δίνει το παρόν στα έδρανα της Βουλής και να προσφέρει τις γνώσεις και το κύρος του για μια καλύτερη Ελλάδα. Σίγουρα, το αλάθητο είναι ουτοπικό. Κολοβές μεταρρυθμίσεις, κρούσματα διαφθοράς, κρατισμός, άρρωστο κόμμα, ανολοκλήρωτες ρήξεις, είναι μερικά από όσα μπορεί να καταλογίσει κάποιος. Όμως, πόσοι άραγε αντιλαμβάνονται την πολιτική όπως ο κ. Σημίτης, έχουν αναλάβει τα ρίσκα και τις ευθύνες τους, ανέπτυξαν το όραμα και τη στρατηγική του για τη διακυβέρνηση, ώστε να ορθώνονται σήμερα ως ετοιμοπόλεμα αρπακτικά σε κάθε του δημόσια παρέμβαση;
Η τοποθέτηση του κομματικού συμφέροντος και της συνέχισης του εναγκαλισμού του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με την εξουσία, η λαγνεία των δημοσκοπήσεων, η μέχρις ενός σημείου υποβολιμαία κοινωνική δυσαρέσκεια, η εσωκομματική αντιπολίτευση από τους κήνσορες της λαϊκίστικης “αριστερής” πτέρυγας, η ιδεολογική επικράτηση του διανοήματος – χυλού του “μεσαίου χώρου” στην εγχώρια δημόσια σφαίρα, απεδείχθησαν λόγοι υπέρτεροι της παραμονής στην αρχηγία του πιο πετυχημένου πρωθυπουργού της μεταπολεμικής Ελλάδας, ένός εκ των βαθειά δημοκρατικών, μορφωμένων, αξιοπρεπών και ηθικών πολιτικών, ενός εκ των αρίστων που έχει καθίσει ποτέ στα έδρανα του ελληνικού κοινοβουλίου. Αρκετοί μίλησαν για εμφανείς πιέσεις, συμβόλαια τιμής ανάμεσα στον ίδιο και τον Γ. Παπανδρέου, όμως αυτές οι συνωμοσιολογίες δεν αποδεικνύονται και δεν έχουν καμία σημασία για την ουσία του πράγματος. Και ποιά είναι η ουσία του πράγματος;
Πρώτον, η σύγκριση ανάμεσα στην Ελλάδα του 2003-4 και στην Ελλάδα του 2007, είναι καταδικασμένη στην κατάθλιψη. Πέρα από το μέτωπο της οικονομίας, του κόστους ζωής, της διαφθοράς, της ασφάλειας εκεί που η χώρα υφίσταται ουσιαστικό πλήγμα είναι στις διεθνείς της σχέσεις, στην εικόνα της στον κόσμο. Η εκ νέου βαλκανοποίηση της Ελλάδας και η καταδίκη της στις καλένδες της γκρινιάρας, δύσκαμπτης γεροντοκόρης της Ε.Ε. δεν αντανακλάται μόνο στη φοβική εξωτερική πολιτική, στο Κυπριακό, στα ελληνοτουρκικά, στις ρουκέτες στην πρεσβεία, αλλά και στις απείρου κάλλους γκάφες τύπου απογραφή, “βασικός μέτοχος”, υποκλοπές.
Δεύτερον, μέσα σε 3 χρόνια, η απαραίτητη ίσως για τους θεσμούς πολιτική αλλαγή (εν μέσω δικομματισμού πάντα) έχει μεταφραστεί σε μοναδική οπισθοδρόμηση που εδραιώνει σε κάθε κοινωνική βαθμίδα μια νέα κοινωνική κουλτούρα, ή καλύτερα, την αναβίωσή του χειρότερου νεοελληνικού εαυτού. Την κουλτούρα της ευκολίας, της ασυδοσίας, του ρεβανσισμού, της απαξίωσης εννοιών και αξιών όπως “μεταρρύθμιση, ασφάλεια, αξιοκρατία, λογοδοσία”. Ακούει κανείς (γιατί το να δει σημαίνει εμπειρία στο επίπεδο του πραγματικού) τον Κώστα Καραμανλή να ομιλεί για μεταρρυθμίσεις και θυμάται τις κυβερνήσεις Σημίτη τόσο στις επιτυχίες της με τα μεγάλα έργα υποδομής, τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, στις ένοπλες δυνάμεις, την αποκέντρωση, τις ανεξάρτητες αρχές, την ασφάλεια, την οικονομική ανάκαμψη, τις κοινωνικές δαπάνες, την εξωτερική πολιτική της αυτοπεποίθησης και του σταθερού εξευρωπαϊσμού. Θυμάται βέβαια και τις αποτυχίες ή τις “κολοβές μεταρρυθμίσεις” τις στους τομείς της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης, θυμάται όμως τη μοναδική τομή σύγκρουσης με την εκκλησία και τα χειρουβείμ του μεσαίου χώρου, θυμάται 8 χρόνια έντονου πολιτικού ενδιαφέροντος με μεγάλα διακυβεύματα, ρήξεις και τομές. Ένα πρωθυπουργό παρόντα, έναν πολιτικό λόγο μεστό, μια στρατηγική διακυβέρνησης για τη χώρα με αρχή, μέση και τέλος.
Τρίτον, η ιστορία αποδεικνύει περίτρανα τα συμπλέγματα και τις γενετικές ασθένειες που κληροδότησε στο ΠΑΣΟΚ ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ένα κίνημα μωσαϊκό, συναρμολογημένο πάνω στις εφήμερες υποσχέσεις της επαφής με την εξουσία, ένά κόμμα βαθύτατα διχασμένο που το απωθεί η αυτοκριτική, με χιλιάδες πλέον κακομαθημένα και διεφθαρμένα στελέχη όλων των βαθμίδων. Πολλοί από δάυτους, είτε από αμοραλισμό είτε από έλλειψη παιδείας, είτε από διαφορετική θέαση προς το δημόσιο συμφέρον αντέδρασαν και θα αντιδρούν αυτόματα σε κάθε ουσιαστική αλλαγή, κομματική και κυβερνητική με όρους μικροπολιτικής. ‘Οπως το 2003 ήταν υπεύθυνος ο Σημίτης για τις -6% στις δημοσκοποήσεις, άλλο τόσο είναι σήμερα υπεύθυνος σήμερα ο Παπανδρέου για το -2% εν καιρώ αντιπολίτευσης, και πάει λέγοντας. Αδύναμοι να αναγνώσουν τις νέες εκφάνσεις τις ατομικότητας έναντι της συλλογικότητας και να ενδυναμώσουν τη δεύτερη με καινοτόμες ακομπλεξάριστες προγραμματικές θέσεις, οι παρτιζάνοι του Κινήματος συνεχίζουν να ερμηνεύουν την πολιτική μυωπικά, εκλογικά, καιροσκοπικά.
Δεν γράφω αυτές τις γραμμές in memoriam για έναν πολιτικό που επέλεξε να πάει σπίτι του, να συνεχίσει το πλούσιο συγγραφικό του έργο, να δίνει το παρόν στα έδρανα της Βουλής και να προσφέρει τις γνώσεις και το κύρος του για μια καλύτερη Ελλάδα. Σίγουρα, το αλάθητο είναι ουτοπικό. Κολοβές μεταρρυθμίσεις, κρούσματα διαφθοράς, κρατισμός, άρρωστο κόμμα, ανολοκλήρωτες ρήξεις, είναι μερικά από όσα μπορεί να καταλογίσει κάποιος. Όμως, πόσοι άραγε αντιλαμβάνονται την πολιτική όπως ο κ. Σημίτης, έχουν αναλάβει τα ρίσκα και τις ευθύνες τους, ανέπτυξαν το όραμα και τη στρατηγική του για τη διακυβέρνηση, ώστε να ορθώνονται σήμερα ως ετοιμοπόλεμα αρπακτικά σε κάθε του δημόσια παρέμβαση;