Οι παρεμβάσεις ενός πρώην πρωθυπουργού ούτε λέγονται ούτε εκλαμβάνονται αβασάνιστα, όπως είδαμε πρόσφατα. Συνομιλώντας περισσότερο με την ιστορία και την υστεροφημία, παρά με το κομματικό ακροατήριο, ένας “πρώην” μπορεί πιο εύκολα να καταθέσει γεγονότα και σκέψεις πίσω από αποφάσεις που έλαβε ή για τρέχοντα θέματα εθνικής σημασίας. Ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις του καθενός, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι ο Κώστας Σημίτης ήταν πάντα ένας πολιτικός με “ατζέντα”. Όσα εφάρμοσε τις μέρες της πρωθυπουργίας του, τα υπερασπίστηκε με μεταγενέστερα βιβλία, άρθρα, ομιλίες και παρεμβάσεις, χωρίς μισόλογα και υποσημειώσεις.
Το 2008 προειδοποίησε ότι η αδυναμία δανεισμού μας οδηγεί στην αγκαλιά του ΔΝΤ για να εισπράξει την οργισμένη αντίδραση του τότε υπουργού Οικονομικών. Φέτος το καλοκαίρι, λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, προέβλεψε την κλιμάκωση των σχέσεων με την Τουρκία. Η παρέμβασή του, λίγες ημέρες πριν, επανέλαβε απλά αυτό που έχει διατυπώσει πολλάκις: ότι οι μετέπειτα κυβερνήσεις δεν αξιοποίησαν το κεκτημένο του Ελσίνκι, μια εθνική στρατηγική με ρίζες στο 1994, με αποτέλεσμα ο ευρω-τουρκικός χαρακτήρας των διαφορών να εξασθενήσει. Όπως είχε γράψει και ο ίδιος, στο Ελσίνκι “είχαμε, για πρώτη φορά μετά το 1974, ανατρέψει το status quo στην Κύπρο, πετυχαίνοντας ειρηνικά κάτι για το οποίο η Τουρκία απειλούσε με «αντιδράσεις χωρίς όρια».
Όμως η συνέχεια είναι γνωστή. Η λογική “άστο γι’ αργότερα” και ότι “ η μόνη διαφορά είναι η υφαλοκρηπίδα” χαρακτήρισε την παραλυτική στάση της κυβέρνησης Καραμανλή. Η στρατηγική του Ελσίνκι μετατράπηκε μετά το 2004 σε μη-δράση. Και χαλάρωσε το χαλινάρι στην Τουρκία, επαναφέροντας τις ελληνοτουρκικές διαφορές πίσω στο χρόνο. Υπό αυτό το πρίσμα, έχει δίκιο ο Κώστας Σημίτης στην αναδρομή που επιχειρεί.
Τα δεδομένα σήμερα είναι διαφορετικά. Η Τουρκία δεν θέλει να γίνει μέλος της ΕΕ, αλλά ένα υβρίδιο υπερδύναμης στην περιοχή, που περιφρονεί το διεθνές δίκαιο. Μεθοδικά ξεδιπλώνει τις κινήσεις της για συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων στη ΝΑ Μεσόγειο. Το πραξικόπημα του 2016 έχει αλλάξει και τις σχέσεις Ερντογάν-στρατού και τη συμπεριφορά του απέναντι στη Δύση. Με την Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών χρίστηκε “κλειδοκράτορας” της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα και ρυθμιστής της διαίρεσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Το κυριότερο; Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι ΗΠΑ υπο τον σημερινό Πρόεδρο θα πράξουν ό,τι οι Κλίντον και Χόλμπρουκ το 1996 στα Ίμια.
Δίπλα στην αναγκαία διπλωματική, πολιτική και αμυντική ετοιμότητα της χώρας, κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι είναι μια ευκαιρία για την Ελλάδα να χαράξει μια νέα στρατηγική απέναντι στη λογική της “μη λύσης” και να κινητοποιήσει τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα. Όπως είπε και η κ. Γεννηματά στη Βουλή, η Τουρκία (και η διεθνής κοινότητα) πρέπει να κατανοήσουν ότι η μόνη οδός που υπάρχει για την επίλυση της διαφοράς είναι η Χάγη. Και παρότρυνε την κυβέρνηση και τον κ. Μητσοτάκη να αρχίσουν συνομιλίες για την κατάρτιση του συνυποσχετικού, ώστε να οδηγηθούμε στην εκδίκαση της διαφοράς στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Μια τέτοια κίνηση ενδεχομένως να συναντούσε την άρνηση της Τουρκίας. Θα έδειχνε όμως στους συμμάχους, ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία, μετά από χρόνια αδράνειας, κινείται ξανά και αποκτά στρατηγικό βάθος.
Παναγιώτης Βλάχος, αν. Εκπρόσωπος Τύπου Κινήματος Αλλαγής
* Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, 20.12.2019