Υπάρχει εκείνο το βίντεο στο Youtube, όπου ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ευχαριστεί τις Η.Π.Α. για την παρέμβασή τους στην κρίση των Ιμίων. Πριν τελειώσει τη φράση, κάποιος από τα δεξιά έδρανα τον αποκαλεί «προδότη». Είναι σχεδόν βέβαιο ότι τέτοιες σκηνές θα ξαναζήσουμε στη Βουλή, στους άμβωνες, στα τηλεπαράθυρα, στο διαδίκτυο, στα πρωτοσέλιδα του κίτρινου οχετού, με αφορμή την ευκαιρία για συμφωνία στο Σκοπιανό ζήτημα.
Αυτό που δεν κατάλαβαν τότε οι θερμοκέφαλοι, όπως και αρκετοί δημοσιολογούντες, ήταν η διπλωματική μανούβρα του Κ. Σημίτη να αρχίσει σταδιακά να «διεθνοποιεί» τα εθνικά μας θέματα. Μετά από μια τετραετία συλλαλητηρίων και εμπάργκο ενάντια στα Σκόπια και στασιμότητας στο Κυπριακό, η Ελλάδα χρησιμοποιούσε μια κρίση για να μετατοπίσει το κέντρο της διαπραγμάτευσης θεμάτων που μόνη της δεν θα μπορούσε ποτέ να λύσει. Τα εθνικά θέματα έπρεπε να γίνουν ευρωπαϊκά θέματα και αυτό το είχε αντιληφθεί και ο Ανδρέας Παπανδρέου όσο πλησίαζε η αποχώρησή του. Τα «αυτιά» των αξιωματούχων στα ευρωπαϊκά Συμβούλια και στους διεθνείς οργανισμούς άρχισαν να ακούν μια άλλη επιχειρηματολογία, διαφορετική από την εμμονή στις διμερείς διαφορές.
Αυτή η στρατηγική οδήγησε στη συμφωνία του Ελσίνκι, στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, στην «άγκυρα» που έδενε κάθε παρασπονδία της Τουρκίας στο πάγωμα των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων, στην παρ ολίγο λύση του Κυπριακού, στον ηγετικό μας ρόλο στα Βαλκάνια που αποτυπώθηκε διπλωματικές και οικονομικές δραστηριότητες (τράπεζες, κατασκευές, τηλεπικοινωνίες). Αυτή η στρατηγική δεν έχει επί της ουσίας αμφισβητηθεί από καμία ελληνική κυβέρνηση μέχρι σήμερα, παρά την ευκαιριακή διαχείριση του Κυπριακού ζητήματος από την κυβέρνηση Καραμανλή, που οδήγησε στην απόρριψη του σχεδίου Ανάν, την άνοιξη του 2004.
Παρά το πληγωμένο εθνικό μας φρόνημα, το ξέρουμε όλοι: Δεν υπάρχει καμία χώρα στην Ευρώπη, κανένα έγγραφο, ετικέτα, προϊόν κλπ, που να μην αναφέρει την ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία». Ακόμη και το Διεθνές Δικαστήριο έχει αποφασίσει ενάντια στο βέτο που έθεσε η κυβέρνηση Καραμανλή το 2008 μπλοκάροντας την είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και ουσιαστικά στην ΕΕ, καθώς θεωρείται ότι παραβιάζει προηγούμενη συμφωνία των δύο χωρών. Οι εποχές αλλάζουν: ο πατριωτισμός των αρχών της δεκαετίας του ’90, όταν η Ελλάδα δεν βρισκόταν στον πυρήνα της Ευρώπης ήταν πιο εύκολος και ανέξοδος: σήμερα κοστίζει, ιδιαίτερα όταν το διπλωματικό μας κεφάλαιο ακολουθεί την οικονομική μας υστέρηση.
Παραμένουμε όμως η μόνη αξιόπιστη ευρωπαϊκή νησίδα στην περιοχή, που μπορεί να σύρει τα δυτικά Βαλκάνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ΝΑΤΟ και μακριά από την επιρροή της Ρωσίας. Τα συμφέροντα της αποδυναμωμένης περιφερειακής μας οικονομίας δεν θέλουν φασαρίες και εντάσεις, αλλά σταδιακή ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε η περιοχή να ανθίσει οικονομικά και κοινωνικά, να αντιμετωπίσουμε από κοινού μελλοντικές προκλήσεις (τρομοκρατία, ενεργειακή ασφάλεια, μετανάστευση) αλλά και να ωφεληθούν οι ελληνικές εξαγωγές, οι επενδύσεις, ο τουρισμός. Όλα αυτά δηλαδή που συμβαίνουν στην πραγματική ζωή, έχουν χτίσει αναμνήσεις και σχέσεις ανάμεσα στους δυο λαούς και υπερβαίνουν το φαντασιακό κάθε πολιτικού ή θρησκευτικού δημαγωγού.
Τώρα λοιπόν που ικανοποιούνται οι αξιώσεις μας από το 1992, δηλαδή σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων (erga omnes), ο Γκρουέφσκι έχει ηττηθεί και στα Σκόπια γκρεμίζουν αγάλματα και την αρχιτεκτονική της εθνικιστικής προπαγάνδας, ανοίγει ένα τελευταίο – ίσως – παράθυρο να κλείσει μια «πληγή» που μας ταλαιπωρεί χρόνια.
Η εθνική μας ταυτότητα δεν κινδυνεύει από το δικαίωμα μιας μικρής χώρας να εξασφαλίσει τον αυτοπροσδιορισμό της, την εύθραυστη εσωτερική της ειρήνη και την ασφάλειά της. Έχουν περάσει εξάλλου μόλις 16 χρόνια από τις μεγάλες ταραχές του 2001 μεταξύ των σλαβομακεδόνων και της αλβανικής μειονότητας. Ούτε φυσικά κινδυνεύει από τις εύλογες απορίες και αγωνίες όλων των Ελλήνων για το τι μέλλει γενέσθαι στα ζητήματα της γλώσσας, της χρήσης συμβόλων, τις διδασκαλίας της ιστορίας κλπ, που θα μπουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η εθνική μας ταυτότητα και κυριαρχία κινδυνεύει μόνο από την παραπληροφόρηση και την πατριδοκαπηλία της ακροδεξιάς, που αλλοιώνει την ιστορία και εκμεταλλεύεται τον πληγωμένο – λόγω κρίσης – πατριωτισμό χιλιάδων συμπολιτών μας, ενώ ιστορικά μας οδηγεί σε επικίνδυνες αποφάσεις που τις πληρώσαμε ακριβά σε αίμα, χρήμα και διχόνοια.
Άλλωστε, το χρονικό των εθνικών μας θεμάτων αλλά και της οικονομικής κρίσης μας έχει προσφέρει πολλά διδάγματα για αυτά που μπορούμε να καταφέρουμε με τις δικές μας δυνάμεις σε σύγκριση με αυτά που κερδίζουμε, όταν έχουμε συμμάχους. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση μπορούν και πρέπει να είναι ενωμένες σε αυτό το σπουδαίο διπλωματικό σταυροδρόμι και να αξιοποιήσουν τη θετική διεθνή συγκυρία.