Ήταν 2 Νοεμβρίου 1989. Στο Καρπενήσι περιμένουμε τον Γιώργο Γεννηματά να μιλήσει στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ. Δεν έχουν κλείσει ούτε 40 ημέρες από την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη. Το κλίμα δεν είναι απλά τεταμένο, είναι πολεμικό. Ακόμη και τα ταλαίπωρα έλατα στην είσοδο του νομού έχουν γεμίσει σημαίες και αφίσες. Τα συνθήματα στους τοίχους μας λούζουν: “φονιάδες”, “κλέφτες”, “τρομοκράτες”. Λίγες ημέρες πριν ο Ανδρέας Παπανδρέου και μια σειρά υπουργοί έχουν παραπεμφθεί στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Διχασμός στα χειρότερά του.
Ο Γεννηματάς δεν ήθελε να μπει στην πόλη με τον οδηγό του. Ο πατέρας μου, στέλεχος της Νομαρχιακής, τον οδήγησε στο ξενοδοχείο να ξεκουραστεί και έδωσαν ραντεβού για το απόγευμα. Στις 7 ξαναβρίσκονται και ξεκινούν για την πλατεία. Ο Γεννηματάς ρωτά που είναι το νεκροταφείο! Σταματά, βγαίνει από το αυτοκίνητο και πάει στο μνήμα του Παύλου Μπακογιάννη, όπου αφήνει δύο λουλούδια που κρατούσε στο χέρι. Κάποιοι τον κοιτάνε περίεργα, αλλά δεν είναι σίγουροι ότι είναι αυτός. Φτάνοντας στην πλατεία, βλέπει το (κατάμεστο) εκλογικό κέντρο της Νέας Δημοκρατίας. Στάση ξανά. “Θα πάω μέσα να χαιρετίσω”, λέει. Διασχίζει τους άναυδους κομματικούς, βλέπει την Ντόρα Μπακογιάννη, της εύχεται καλή επιτυχία. Η παγωμάρα μετατρέπεται σε ενθουσιασμό. Οι νεοδημοκράτες τον χειροκροτούν. Από το εκλογικό της ΝΔ κατεβαίνει με τα πόδια στην πλατεία, στο εκλογικό κέντρο του ΠΑΣΟΚ. Ξανά χειροκροτήματα.
Ήμουν δεν ήμουν 11 ετών. Αλλά τον θυμάμαι το βράδυ, μετά την ομιλία, να λέει κάτι που δεν σταμάτησε να έρχεται μπροστά μου όταν ξεκίνησε η κρίση το 2009, με όσα ακολούθησαν: “Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν εχθροί. Υπάρχουν αντίπαλοι. Και τον αντίπαλο τον σεβόμαστε. Πάνω απ’ όλα, είμαστε πατριώτες”.