Οι γερασμένες δυτικές κοινωνίες και οι κλειστοί ορίζοντες της νέας γενιάς.
Η συνέχεια και βελτίωση μιας κοινωνίας εξαρτώνται από το αν οι δημόσιες πολιτικές που εφαρμόζει η εκάστοτε κυρίαρχη γενιά λαμβάνουν υπόψιν τις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές. Όπως έγραφε ο Βρετανός πολιτικός φιλόσοφος Edmund Burke: «η κοινωνία είναι ένα συμβόλαιο… και το κράτος μια συμφωνία όχι μόνο μεταξύ των ζωντανών, αλλά μεταξύ των ζωντανών, των νεκρών και όσων θα γεννηθούν». Η διαγενεακή δικαιοσύνη, λοιπόν, είναι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στο χθες, στο σήμερα και στο αύριο.
Από τις Η.Π.Α μέχρι τον ευρωπαϊκό Νότο, η διαγενεακή αδικία είναι διάχυτη. Υπερχρεωμένα κράτη κληροδοτούν στους νέους δυσβάσταχτα χρέη, αφυδατωμένες αγορές εργασίας, λιγότερους φυσικούς πόρους, ασφαλιστικά συστήματα – «ζόμπι», συρρικνούμενη δημόσια υγεία και εκπαίδευση, ένα χρηματοπιστωτικό τομέα αποσυνδεμένο από την πραγματική οικονομία. Η δυτική κοινωνία γερνά γρήγορα, το εργατικό δυναμικό στερεύει. 14 εκ. νέοι βρίσκονται εκτός κατάρτισης και εκπαίδευσης στην ΕΕ. Είναι απορίας άξιο ποιός θα πληρώνει το λογαριασμό του κοινωνικού κράτους, όταν η γενιά που γεννήθηκε από το 1946 μέχρι το 1960 περάσει στη σύνταξη.
Αφού όμως είναι τόσο προφανής η αδικία, ειδικά σήμερα, γιατί δεν ξεσηκώνεται κανείς;
Η διαγενεακή αλληλεγγύη δεν «πουλά» εκλογικά˙ δεν κινητοποιεί, αφού κανείς δεν προτίθεται να πληρώσει το λογαριασμό για αγέννητους ψηφοφόρους. Όμως η περίπτωση της Ελλάδας αποδεικνύει ότι εσφαλμένες πολιτικές μπορούν να μετατρέψουν το μακρινό μέλλον σε ζοφερό παρόν. Μια γηρασμένη κοινωνία μέσα στο μάτι του κυκλώνα λιτότητας, με υψηλή, μακροχρόνια ανεργία – ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, υψηλά ποσοστά φτώχειας εντός και εκτός εργασίας, έντονες εισοδηματικές ανισότητες, ένα εύθραυστο αναδιανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα ολοένα μειούμενων εισφορών, υποβαθμισμένα αστικά κέντρα, «τραβεστί» δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα που προνοεί περισσότερο για τον δάσκαλο παρά για το μαθητή και ένα κράτος στην εντατική, συνοψίζουν όλες τις πτυχές της διαγενεακής αδικίας. Το «νέο πρεκαριάτο», η γενιά που γεννήθηκε από τα τέλη του ’70 μέχρι τις αρχές του ’90, είναι ο πρωταθλητής της επισφαλούς, μικρής διάρκειας, χαμηλά αμειβόμενης, άλλοτε αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, που είτε δεν εκπροσωπείται ή είναι αναντίστοιχη με τις διεκδικήσεις του μέσου συνδικαλιστή.
Συνεπώς, η διαγενεακή ατζέντα γεννά υποχρεώνει τη σημερινή γενιά να μην απομειώσει τα δικαιώματα της επόμενης˙ σε περίπτωση που το πράττει, να αναζητά τρόπους αποκατάστασης της αδικίας. Είναι μια ατζέντα κοινωνικά ενωτική και προοδευτική, αφού πολιτικοί, νομοθέτες, δικαστές, κοινωνικοί εταίροι και επιχειρήσεις εργάζονται από κοινού για την κοινωνική δικαιοσύνη. Διαχωρίζει τους προοδευτικούς από τη συντηρητική Δεξιά και από την εθνοκεντρική Αριστερά που αναλύει την πραγματικότητα με παλαιοταξικούς όρους.
Η σημερινή γενιά απογόνων των baby boomers δεν έχουν μόνο αξιώσεις αναδιανομής βαρών, αλλά αναδιανομής ευκαιριών και πόρων ως βάσης για την ουσιαστική πολιτική και κοινωνική της συμμετοχή. Σε χώρες με ανεπτυγμένο κοινωνικό διάλογο και ώριμες σχέσεις μεταξύ κράτους, συνδικάτων, επιχειρήσεων και Κοινωνίας των Πολιτών, η διαγενεακή δικαιοσύνη εμπεριέχεται ως αρχή στη νομοθεσία και στη χάραξη πολιτικών, περιλαμβάνεται ως ρήτρα στο Σύνταγμα ή ως κανόνας εσωκομματικής δημοκρατίας. Αλλού συζητείται η ποσόστωση στην πολιτική συμμετοχή των νέων και η ψήφος στα 16, ώστε να διευρυνθεί το εκλογικό σώμα και να αλλάξει ο χάρτης της αντιπροσώπευσης.
Στις ημέρες μας, η επιστροφή στις παροχές της οικογένειας ή του μεγάλου κράτους είναι αδύνατη, καθώς και τα δύο «μαξιλάρια» μετασχηματίζονται συρρικνούμενα. Ζητούμενη δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στην πρότερη της κρίσης αναδιανομή, αλλά η θεσμική και οικονομική ενδυνάμωση των νέων μέσα από τη στήριξη της εργασίας, την ένταξη στην παραγωγική διαδικασία, την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, ως προϋποθέσεων για τη διεκδίκηση της αξιοπρέπειας, της κοινωνικής και γεωγραφικής κινητικότητας, ώστε το ταλέντο και η ενέργεια να βρουν διόδους έκφρασης και να μην πνιγούν μέσα στο λούμπεν αρνητισμό των άκρων.
Οι μύθοι περί βολεμένων ή απολιτίκ νέων υπηρετούν όσους εργάζονται για μια κοινωνία διαιρεμένη, γερασμένη, συντηρητική˙ για όσους «χρυσώνουν το χάπι» μοιράζοντας λίγες πολιτικές θέσεις σε φιλόδοξους νέους. Η κρίση επιτάχυνε και η ύφεση πιστοποιεί δραματικά τις αδικίες εις βάρος των σημερινών νέων. Η άρση τους, μετατρέπεται σε ένα γενεακό πολιτικό πρόταγμα που περιέχει βαθιές θεσμικές αλλαγές και θα προκαλέσει συγκρούσεις με το μεταπολιτευτικό κατεστημένο. Όπως είχε πει κάποτε συμβολικά ο εκπρόσωπος της κίνησης G700, «ήρθε η ώρα να φάμε τους γονείς μας».
Ο Παναγιώτης Βλάχος και η Λαμπρινή Ρόρη είναι ιδρυτικά μέλη της κίνησης «Μπροστά» (www.mprosta.gr)
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 18.10.2013