Είναι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ η αυλαία της μεταπολίτευσης και η αρχή για μια νικηφόρα αναμέτρηση με την άδικη κληρονομιά της κρίσης; Ή μήπως οι εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις που δέχεται, θα του στερήσουν τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις πιεστικές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, εκθέτοντας υποστηρικτές και μη, σε περιπέτειες;
Η απάντηση δεν θα αργήσει. Η «παράταση» του ελληνικού προβλήματος μέσα στην ευρωζώνη και η παραμονή της ελληνικής οικονομίας σε επιτήρηση αποτελεί «στενό κορσέ» βίαιης ωρίμανσης. Η διάψευση ή η δικαίωση εξαρτώνται από την επίτευξη ενός μεγάλου εσωτερικού συμβιβασμού: αυτού μεταξύ κόμματος και κυβέρνησης ή αλλιώς μεταξύ του δημοφιλούς αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού και της παραμονής στην ευρωζώνη. Ποιά ειναι τα χαρακτηριστικά αυτού του μεγάλου συμβιβασμού;
Το πρώτο είναι η επίγνωση των διαπραγματευτικών περιθωρίων που μπορεί να έχει μια απροετοίμαστη προοδευτική κυβέρνηση στην ευρωζώνη της λιτότητας και της διακυβερνητικής συνεργασίας, όπου τα εθνικά συμφέροντα υπερισχύουν των πολιτικών συγγενειών και το ΔΝΤ θεωρείται πιο αξιόπιστο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πράγματι, η μεγάλη εικόνα αδικεί τα επιτεύγματα της Ελλάδας. Η συνέχιση της λιτότητας, η συντήρηση της αβεβαιότητας πάνω από την ελληνική οικονομία και η διαρκής απειλή ενός Grexit, που διαιρεί το ευρώ και το «ακριβαίνει» για τις υπερχρεωμένες χώρες, μετατρέπει τις τράπεζες σε ‘ζόμπι’, αφυδατώνει τις επιχειρήσεις, διευρύνει την ανεργία. Από την άλλη όμως, η στρόφιγγα της οικονομίας ανοιγοκλείνει από τις Βρυξέλλες και την Φρανκφούρτη με τη συμφωνία άλλων 18 εξίσου κυρίαρχων κυβερνήσεων. Η συγκρουσιακή διάθεση του οικονομικού επιτελείου με αιχμή το δημόσιο χρέος και η εμμονή στην επικοινωνιακή διαχείριση για εγχώρια κατανάλωση, δικαίως ανύψωσαν το πληγωμένο εθνικό φρόνημα, αλλά εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκαν προβληματική διαπραγματευτική τακτική. Στέρησαν, αν όχι καλύτερους όρους στη συμφωνία, σίγουρα πολύτιμες συμμαχίες που θα μας χρειαστούν στη συνέχεια.
Ο δεύτερος συμβιβασμός αφορά στην ουσιαστική, όχι ρητορική αναμέτρηση, με την προβληματική κοινωνική κληρονομιά της κρίσης. Πράγματι, η κοινωνική αδικία δεν είναι απλά ένα σύνθημα, καταγράφεται όμως έντονα και πριν το 2009. Οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνθηκαν μέσα στην εξαετία, ενώ οι πολιτικές για τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό των τελευταίων ετών συνοψίζονται στο «πολύ αργά, πολύ λίγα», σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ. Περίπου το 5% όσων έχασαν τη δουλειά τους από το 2008 παγκοσμίως είναι Έλληνες, σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, ενώ η διαφθορά, η κακοδιοίκηση και η θεσμική αδιαφάνεια καλά κρατούν. Προφανώς, το σκόρπισμα φιλοδωρημάτων σε συντεχνίες, η επαναπρόσληψη κάποιων εκατοντάδων στο Δημόσιο ή ατάκτως εριμμένες επιδοματικές παρεμβάσεις δεν είναι κοινωνική πολιτική, ούτε μεταρρυθμίζουν το διάτρητο δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Οι βερμπαλισμοί και οι υψηλοί εθνοπατριωτικοί τόνοι ή οι φραστικές υπερβολές περί “ανθρωπιστικής κρίσης” που δεν δικαιολογούνται από τα στοιχεία των σχετικών ερευνών, αργά ή γρήγορα θα συναντηθούν με τους δημογραφικούς, διοικητικούς και δημοσιονομικούς περιορισμούς στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
Ο τρίτος συμβιβασμός είναι η συνάντηση με τη σκληρή πραγματικότητα της οικονομίας. Γύρω στα 20 δις έκαναν φτερά από τις τράπεζες τους τελευταίους τρεις μήνες της πολιτικής αβεβαιότητας, ενώ τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η κυβέρνηση τρώει κυριολεκτικά το λίπος της για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, αλλά και να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις των 6 δις. Στο καλό σενάριο που επιθυμεί να εφαρμόσει τη συμφωνία του Eurogroup, κάθε καθυστέρηση να την εξειδικεύσει οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε σκληρότερη συμφωνία τον Ιούνιο, ύψους 30-50 δις ευρώ, την οποία θα είναι ακόμη πιο δύσκολο να δικαιολογήσει, όχι μόνο στους βουλευτές και σε κάθε Έλληνα πολίτη. Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος να βρεθούμε πάλι μπροστά σε ένα αδιέξοδο, όπου η ακηδεμόνευτη και εθνική υπερήφανη κυβέρνηση θα μετατραπεί σε «δοσοεξαρτημένη» και η ανανέωση θα ενταφιαστεί πριν καν προλάβει να «ανθίσει».
Είναι ενδεχομένως αυστηρή η κριτική που ασκείται σε μια κυβέρνηση που ζει τις μετασεισμικές δονήσεις μιας δύσκολης συμφωνίας, για την οποία (κακώς) δεν ήταν προετοιμασμένη. Όμως οι προσδοκίες που έχει επωμιστεί είναι μεγάλες, γιατί προέρχονται από τα πιο ζωντανά και ταυτόχρονα πιο επισφαλή κύτταρα της ελληνικής κοινωνίας, τη νέα γενιά της κρίσης, της ανεργίας, της μαύρης εργασίας, των κορνιζομένων πτυχίων χωρίς αντίκρισμα, που δεν θέλει να γίνει σερβιτόρος της Ευρώπης.
Η επανάληψη σε fast forward του πολιτικού θανάτου άλλης μιας υφεσιακής κυβέρνησης, που θα επινοεί τεχνάσματα και θα κυνηγά φαντάσματα για να κρατηθεί μερικούς μήνες παραπάνω στην εξουσία θα απαξιώσει και άλλο θεσμούς και πρόσωπα, βαθαίνοντας την κρίση δημοκρατίας και οικονομίας. Καλύτερα λοιπόν να αναβληθεί η επικοινωνιακή επανάσταση για λίγους μήνες και να καλωσορίσουμε τη νέα μεταπολίτευση με χαμηλότερους τόνους, περισσότερη αξιοκρατία και λιγότερα χρήματα, για να εμπεδωθεί επιτέλους στην ελληνική κοινωνία ότι ο λιτος βίος μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ένας δίκαιος βίος. Ότι κανείς δεν θα έχει το δικαίωμα να παρασιτει εις βάρος του άλλου, ότι τα βάρη θα κατανεμηθούν δίκαια, ότι θα επιβραβεύονται όσοι παράγουν – όχι όσοι φωνάζουν και ότι η διαφθορά θα χτυπηθεί πρώτα στο ρετιρέ για να αναπνεύσουν οι θεσμοί και να παραδειγματιστούμε όλοι. Τώρα που οι ‘μεταρρυθμίσεις’ έγιναν κτήμα του συνόλου του πολιτικού συστήματος, η πρόκληση για την κυβερνώσα Αριστερά είναι να χρησιμοποιήσει την κοινωνική στήριξη και ανοχή για να τις εφαρμόσει, δίκαια, αποτελεσματικά και φιλο-αναπτυξιακά. Αλλιώς η απομάγευση θα είναι δραματική. Ο μόνος δρόμος για τον κ. Τσίπρα είναι να κοιτάξει μόνο «μπροστά» και γρήγορα.