Τι ενώνει τη Λισαβόνα, το Παρίσι, το Σάο Πάουλο και τη Νέα Υόρκη με το Χαλάνδρι, τον Βύρωνα, την Κηφισιά και τη Στερεά Ελλάδα; Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός ή αλλιώς, μια διαδικασία, όπου οι πολίτες αποφασίζουν που πάνε (μερικά από) τα χρήματά τους. Ένας θεσμός που ξεκίνησε απο τους Εργατικούς της Βραζιλίας στο δήμο του Πόρτο Αλέγκρε το 1989, σήμερα έχει εξαπλωθεί με διάφορες παραλλαγές σε εκατοντάδες πόλεις, πολιτείες και περιφέρειες σε όλο τον κόσμο, υποστηρίζεται από κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς, ενώ συμπληρώνει περίπου μια δεκαετία εφαρμογής στην Ελλάδα.
Βασική ιδέα της διαδικασίας σε ΗΠΑ, Καναδά και Ευρώπη είναι ότι η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αντιμετωπίζεται με περισσότερη λογοδοσία, διαφάνεια και συμμετοχή του πολίτη στη λήψη αποφάσεων. Επίσης, ότι η δημοκρατία δεν πρέπει να αφορά μόνο τους ειδικούς, ούτε να είναι όμηρος των ομάδων πίεσης. Μάλιστα, σε περιόδους οικονομικής στενότητας, όπου το κράτος δε μπορεί να ανταποκριθεί σε ανάγκες τοπικών κοινοτήτων, ο συμμετοχικός προϋπολογισμός προσφέρει αντίδοτο στον εξτρεμισμό και στην απάθεια. Άλλες φορές γίνεται το όχημα για χειραφέτηση των πολιτών από τις κρατικές πολιτικές, όπως επιχειρήθηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του ’90 στο ένατο δήμο της μητροπολιτικής Ρώμης.
Στη Λατινική Αμερική η διαδικασία δίνει προτεραιότητα στην κοινωνική ενσωμάτωση: οι πολίτες ενός δημοτικού διαμερίσματος ή μιας τοπικής κοινότητας και ιδιαίτερα όσοι δεν συμμετέχουν στα κοινά ή ανήκουν σε ευάλωτες και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, ζουν σε συνθήκες φτώχειας ή αποκλεισμού, έχουν μέσω του συμμετοχικού προϋπολογισμού τη δυνατότητα να ξαναγνωρίσουν τη δημοκρατία, να εξοικειωθούν με τη δημόσια πολιτική, να συζητήσουν και να βελτιώσουν τη ζωή τους. Αυτή ήταν εξάλλου και η αφετηρία της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που χρηματοδότησαν αρκετές αντίστοιχες διαδικασίες σε αναπτυσσόμενες χώρες, όχι βέβαια πάντα με αθώους σκοπούς.
Η λειτουργία του μοντέλου ειναι απλή: ο δήμος ή η κάθε τοπική κυβέρνηση ορίζει ένα ποσό (από μερικές δεκάδες χιλιάδες μέχρι αρκετά εκατομμύρια ευρώ), το οποιο διαθέτει στους πολίτες μιας γεωγραφικής ενότητας, ορίζοντας έναν ή περισσότερους τομείς πολιτικής (πχ αθλητισμός, υγεία, παιδεία, κοινωνικές δομές) ώστε αυτοί να αποφασίσουν σε ποια έργα θα δαπανηθεί. Πρόκειται δηλαδή για προϋπολογισμό εξόδων. Η τοπική κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για την ενημέρωση των πολιτών, την προώθηση της ιδέας, την παροχή τεχνικών γνώσεων, την υποβοήθηση της διαδικασίας, αλλά όχι την καθοδήγησή της. Οι πολίτες συναντιούνται σε λαϊκές συνελεύσεις στα δημοτικά διαμερίσματα, εκλέγουν αντιπροσώπους, καταλήγουν σε μια τελική λίστα έργων και ψηφίζουν δια ζώσης ή ηλεκτρονικά τα έργα που θέλουν να δουν στη γειτονιά ή στο δημοτικό τους διαμέρισμα. Στη συνέχεια η τοπική κυβέρνηση εγκρίνει το έργο ή τα έργα στον προϋπολογισμό της για το νέο έτος και οι πολίτες παρακολουθούν και αξιολογούν την υλοποίηση του. Για παράδειγμα, το 2016 ο δήμος Μαδρίτης «αφιέρωσε» 60 εκατομμύρια ευρώ στους πολίτες του για να αποφασίσουν τι επενδύσεις επιθυμούν, ενώ η πολωνική κυβέρνηση οργάνωσε 20.000 λαϊκές συνελεύσεις σε αγροτικούς και ημι-αστικούς δήμους για να κατανεμηθούν περίπου 85 εκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2009-2014.
Παρότι ξενόφερτος, η μόδα της «συμετοχικότητας» έφερε το συμμετοχικό προϋπολογισμό στο κατώφλι της ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης την προηγούμενη δεκαετία. Αριστερές και κεντροαριστερές παρατάξεις πειραματίστηκαν στην Αγία Παρασκευή, στον Κορυδαλλό, στην Ηλιούπολη και σε άλλους δήμους του Λεκανοπεδίου. Η κρίση του 2010, η εισαγωγή του Καλλικράτη που διαπνέεται απο πνεύμα διαβούλευσης και φυσικά η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, η εξάπλωση των αντι-μνημονιακών κινημάτων και των δικτύων αλληλεγγύης επιτάχυναν την εξάπλωση του θεσμού, με αποτέλεσμα σήμερα να εφαρμόζεται μεταξύ άλλων στο Χαλάνδρι, στην Κηφισιά, στο Βύρωνα, ενώ η Αθήνα, η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, η Στερεά Ελλάδα και δήμοι της περιφέρειας σχεδιάζουν την υλοποίησή του μέσα στο 2018. Πλέον ο συμμετοχικός προϋπολογισμός θεωρείται «παιδί» της ανοιχτής διακυβέρνησης, παρά των κινημάτων χειραφέτησης και κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Υπολογίζεται ότι στην Ευρώπη εφαρμόζονται περίπου 2000 τέτοιες διαδικασίες, άλλες τόσες στη Λατινική Αμερική, ενώ εξαπλώνονται στην Ωκεανία, στην Αφρική, στην Ασία και φυσικά, στις ΗΠΑ. Παρά τη δημοφιλία του θεσμού, σε καμία περίπτωση δεν είναι πανάκεια, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει τη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης δημοσίων πολιτικών μεγάλου βεληνεκούς. Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός είναι απο τη φύση του βραχυπρόθεσμος, μικρής τοπικής κλίμακας και αποσπασματικός – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε μπορεί να αγκαλιάσει ευρύτερα πεδία πολιτικής. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, η διαδικασία μετατράπηκε σε όχημα ιδιωτικών συμφερόντων και ομάδων πίεσης να «εισβάλουν» σε τοπικές κοινωνίες για δικά τους οφέλη, ενώ καλλιέργησε σχήματα συμπράξεων Δημοσίου-μεγάλων εταιριών με αμφίβολα αποτελέσματα. Ένας άλλος κίνδυνος, που παρατηρείται και στην Ελλάδα είναι ότι δεν αντιπροσωπεύονται όλες οι κοινωνικές ομάδες ή μειοψηφίες, καθώς η διαδικασία έλκει κυρίως άτομα μέσης ηλικίας, μορφωμένα και με καλή οικονομική κατάσταση.
Μπορεί να πετύχει ο συμμετοχικός προϋπολογισμός στην Ελλάδα; Η απάντηση είναι θετική, καθώς η κρίση ενεργοποίησε κοινωνικά αντανακλαστικά, τα προβλήματα είναι άφθονα, το θεσμικό πλαίσιο είναι υποβοηθητικό (πχ περιφερειακές Επιτροπές Διαβούλευσης), κάποιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες προσπαθούν να βρουν λύσεις έξω από την πεπατημένη, τα μικρά πληθυσμιακά μεγέθη βοηθούν τη διαβούλευση και τη συνεργασία για μικρής κλίμακας έργα. Αρκεί να γίνει με συνέπεια, επιμονή, καλή προετοιμασία, σε τοπική κλίμακα (γειτονιά, δημοτικό διαμέρισμα), αντιπροσώπευση όλων των κοινωνικών ομάδων και να αξιοποιεί τα αποτελέσματα του διαλόγου. Καλό είναι επίσης να κλιμακώνεται η εφαρμογή του κάθε χρόνο και να κατανέμονται περισσότερα χρήματα, ώστε να μην γίνεται αντιληπτός ως μια προεκλογική ή προσχηματική διαδικασία ή ακόμη χειρότερα, ως άλλη μια διαβούλευση στο διαδίκτυο.
Σε κάθε περίπτωση, η αμεσοδημοκρατική φιλοσοφία του συμμετοχικού προϋπολογισμού δείχνει ότι υπάρχουν πάντα θεσμικές εναλλακτικές και ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών μπορεί να κερδηθεί αν το κράτος «ανοίξει» τις δομές και τους ανθρώπους του στις τοπικές κοινωνίες. Αντί να τα φορτώνουμε όλα στο Σύνταγμα, μικρότερης κλίμακας θεσμοί σε τοπικό επίπεδο μπορούν να αναγεννήσουν τη δημοκρατία και να λειτουργούν αποτρεπτικά στην αυθαιρεσία και συμπληρωματικά στην αντιπροσώπευση.