Το σύστημα Μαξίμου αποδείχθηκε καθεστώς πρακτόρων και ωτακουστών

Κοινοποίηση

Για όσους πιστεύουν ότι τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τους διέψευσε άλλη μια φορά. Η υπόθεση των υποκλοπών (“νόμιμων” και παράνομων) του Νίκου Ανδρουλάκη, αλλά και δημοσιογράφων δεν είναι “άλλη μια είδηση”, όπως προσπάθησε να την παρουσιάσει αρχικά πλήθος ΜΜΕ και η κακοφωνία των στελεχών της ΝΔ. 

Είναι μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη, που έρχεται να συμπληρώσει τη σταθερή υποβάθμιση κρίσιμων θεσμικών λειτουργιών από την κυβέρνηση, όπως ο ευτελισμός της νομοθέτησης με τροπολογίες νύχτας, η απουσία διαβούλευσης και κοινωνικού διαλόγου σε κρίσιμα νομοσχέδια (παιδεία, υγεία, εργασία), το πάρτυ απευθείας αναθέσεων, η κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης με ρεκόρ διορισμού μετακλητών, ο εκμαυλισμός της πολυφωνίας με πακτωλό κρατικού χρήματος σε ΜΜΕ. 

Χρειάστηκε μια υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η αξιέπαινη προσπάθεια ανεξάρτητων δημοσιογράφων για να αποκαλυφθεί ότι πίσω από την περίφημη επιτελική διακυβέρνηση λειτουργεί ένα υπερσυγκεντρωτικό, καθεστωτικό και επικίνδυνο σύστημα εξουσίας, του οποίου ο επικεφαλής και έχων την πολιτική ευθύνη δεν ζήτησε καν “συγγνώμη”.  

Ακόμη και μετά από τις αποκαλύψεις οι συνεργάτες του, αφού αρνήθηκαν την εμπλοκή της ΕΥΠ, επιδόθηκαν σε σειρά αντιθεσμικών ενεργειών, παραπολιτικών διαρροών, χυδαιολογημάτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά του Νίκου Ανδρουλάκη. Στη συνέχεια και μετά την παραδοχή του “νόμιμου λάθους” νομοθέτησαν προσχηματικά – χωρίς διάλογο – μέσω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που δεν καταργεί τον σφιχτό εναγκαλισμό της ΕΥΠ με τον Πρωθυπουργό, ούτε προσφέρει εγγυήσεις ενημέρωσης και προστασίας για τον παρακολουθούμενο. 

Οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι που προτίμησαν την κανονικότητα του κ. Μητσοτάκη το 2019, βλέπουν σήμερα την κυβέρνησή του να διασύρεται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης για καθεστωτισμό. Να εγκαλείται και να καλείται να λογοδοτήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Να διαβάζουν δημοσιεύματα σε έγκριτες εφημερίδες ότι η παρακολούθηση πολιτικών προσώπων πιθανόν να μην εξαντλήθηκε στον κ. Ανδρουλάκη. Και ότι στο στόχαστρο των ωτακουστών ή των χειριστών του παράνομου λογισμικού, δεν ήταν μόνο ο ίδιος, αλλά η ομηρεία του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα στην κορυφαία εσωκομματική διαδικασία του, αυτή της ανάδειξης αρχηγού από το λαό. 

Είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό αντιπερισπασμό και μέσο για να ξεχαστεί η υπόθεση. Θα μετακυλήσει την αντιπαράθεση από το θεσμικό στο κομματικό πεδίο, θα επικαλεστεί γνωστούς “μπαμπούλες”, θα μπει στην ατραπό της παροχολογίας στην ΔΕΘ. Όμως η κηλίδα είναι πολύ μεγάλη και επιμολυντική για το πολιτικό περιβάλλον για να ξεχαστεί. Αμφισβητεί το Σύνταγμα, ναρκοθετεί τα όρια του δημοκρατικού παιχνιδιού, τις σχέσεις των κομμάτων. Μετατρέπει τον πολιτικό αντίπαλο σε εχθρό, καταργεί τα προστατευτικά κιγκλιδώματα μεταξύ εξουσιών. Υπονομεύει την προσπάθεια της ελληνικής κοινωνίας που σηκώνει στην πλάτη της διαδοχικές κρίσεις. 

Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να λειτουργεί αποκλειστικά εντός του θεσμικού πλαισίου, ζητώντας την παρέμβαση της Βουλής, της Δικαιοσύνης των Ανεξάρτητων Αρχών, σε αντίθεση με αυτούς που ανυπόμονα σηκώνουν σημαίες ευκαιρίας για να αναστηθούν δημοσκοπικά ή δε μπορούν να αποδεχθούν ότι το σύστημα Μαξίμου αποδείχθηκε καθεστώς. Και ένα καθεστώς ωτακουστών και πρακτόρων που έρχεται από τις πιο ζοφερές εποχές της Δεξιάς πρέπει να λογοδοτήσει και να οδηγηθεί στην έξοδό του το συντομότερο δυνατόν. 

*Άρθρο μου στην εφημερίδα “Τα Νέα” στις 17.08.2022

Κοινοποίηση