Όταν μίλησε η Κομισιόν | Athens Voice

Κοινοποίηση

 Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήταν γνωστό εδώ και καιρό ότι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας κάθε άλλο παρά ρόδινη ήταν. Ναι μεν αποφεύχθηκε ο κίνδυνος εξόδου από την Ευρωζώνη το 2015 και το πρόγραμμα τυπικά ολοκληρώθηκε, αλλά η όποια ανάπτυξη παρέμεινε καχεκτική.

Για όλους εμάς που ζούμε, εργαζόμαστε και πληρώνουμε δυσανάλογους φόρους, είναι εμφανές ότι η σημερινή οικονομική δραστηριότητα δεν είναι συμβατή με μια οικονομία που έχασε σωρευτικά το 26% του ΑΕΠ της από την αρχή της κρίσης και βρίσκεται σε τροχιά δυναμικής ανόδου. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η χώρα θα έπρεπε να είναι ένα απέραντο εργοτάξιο από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Όμως δεν είναι.

Την Τετάρτη ήρθε και η επιβεβαίωση από τους τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέσω της τρίτης Έκθεσης Ενισχυμένης Εποπτείας. Η Έκθεση εντοπίζει μεγάλα προβλήματα στην ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες προεκλογικές εξαγγελίες του κ. Τσίπρα. Συγχρόνως, η έκθεση διαπιστώνει καθυστερήσεις στη μείωση των κόκκινων δανείων, ενώ η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών παραμένει «απογοητευτική». Επιπρόσθετα, η έκθεση αμφισβητεί την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019.

Η Επιτροπή γνωρίζει πολύ καλά, εδώ και καιρό, ότι το μίγμα της εφαρμοζόμενης δημοσιονομικής πολιτικής στην Ελλάδα δεν οδηγεί στην έξοδο από την κρίση και την εθνική ανάταση, αλλά στη στασιμότητα και τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Για όσο διάστημα, όμως, ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του εξασφάλιζαν μια στοιχειώδη πολιτική σταθερότητα, η οποία μπορούσε να παρουσιαστεί στους Ευρωπαίους ψηφοφόρους ως πρόοδος, η στήριξη των θεσμών παρέμενε ισχυρή, αν όχι προκλητική, εξαιτίας της υπογραφής της συμφωνίας των Πρεσπών.

Τώρα, με την προοπτική της κυβερνητικής αλλαγής, επιλέγουν να στείλουν ένα μήνυμα στους επόμενους. Αυτή η προσέγγιση όχι μόνο αντιτίθεται στον συνταγματικό ρόλο της Επιτροπής ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, αντανακλά οπορτουνισμό και παρακμή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, στο οποίο κυριαρχούν οι Συντηρητικοί από το 2004.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα ξεπέρασε τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5% κυρίως εξαιτίας της υπερφορολόγησης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αλλά και της περικοπής του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Με τις τράπεζες να υπολειτουργούν, περιορίστηκε ασφυκτικά η παροχή ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό μας σε μια ασθενική ανάπτυξη στηριζόμενη στον τουρισμό, τη χρυσή βίζα των μεσιτικών γραφείων και ένα μαζικό κύμα μικρο-δουλειών, που μειώνουν μεν την ανεργία, αλλά καθηλώνουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους στα όρια της φτώχειας.

Σήμερα όσο ποτέ, η οικονομία έχει ανάγκη από σταθερή ανάπτυξη, άμεσες ξένες επενδύσεις, δημόσιες επενδύσεις σε ενέργεια, ψηφιακές υποδομές, παιδεία και υγεία, καλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, μία αληθινά προοδευτική πρόταση θα υιοθετούσε ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα περιλάμβανε τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% στο 2% του ΑΕΠ και την κλιμακούμενη μείωση των φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών, με κίνητρα προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα, μικροπιστώσεις και δάνεια σε όσους θέλουν να επιχειρήσουν, ποιοτικές κοινωνικές υπηρεσίες για να μη μένει κανείς πίσω και έναν ειλικρινή τριμερή κοινωνικό διάλογο κράτους, εργοδοτών και εργαζομένων. Να γιατί ο ρόλος του Κινήματος Αλλαγής και των προτάσεών του είναι τόσο σημαντικά για την επόμενη σελίδα της μεταμνημονιακής Ελλάδας.

*Το άρθρο μου δημοσιεύθηκε στις 11.06.2019 εδώ.

Κοινοποίηση