Στην περίοδο που ακολουθεί την απόρριψη της συνταγματικής συνθήκης στη Γαλλία και στην Ολλανδία, τις νέες δημοσιονομικές προοπτικές, τον επανασχεδιασμό της Στρατηγικής της Λισαβόνας, τη νέα διεύρυνση η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.
Ιδιαιτέρως και σε ό,τι αφορά στη δυναμική της πολιτικής της ενοποίησης και των προοπτικών επαναφοράς της συνταγματικής συνθήκης, η Ε.Ε. εισήχθη σε μια περίοδο «περισυλλογής» για το μέλλον της, στοχεύοντας στην διάγνωση της ενοποιητικής προβληματικής και στην εμπλοκή των πολιτών, των λαών της Ευρώπης σε έναν ευρύ συμμετοχικό διάλογο.
Η εμφάνιση όρων όπως «δημοκρατικό έλλειμμα», «κενό δημοκρατίας», «θεσμικό κενό», «κενό νομιμότητας», το οποίος εσχάτως διευρύνεται και σε «κοινωνικό έλλειμμα», είναι δηλωτικοί τόσο της περιορισμένης δημοκρατικής δυναμικής σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, αλλά και του αισθήματος απόστασης/αποξένωσης των πολιτών από τις διαδικασίες διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Η ανάδυση μιας Ευρω-πολιτείας ως πλήρωση των «ελλειμμάτων» και τέλος της ενοποιητικής πολιτικής διαδικασίας, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας υπερεθνικής κοινότητας διάδρασης και συνεργατικών πρακτικών. Προϋποθέτει την ύπαρξη γνήσιων χώρων επικοινωνίας, την ύπαρξη δημόσιου/-ων διαλόγων, την ανάδυση ενός ευρωπαϊκού δήμου που θα συνιστά έναν κοινό ορίζοντα αναφοράς ή πολλών δήμων με συνδεμένες δημόσιες σφαίρες. Η ύπαρξη ενός ευρωπαίκού δήμου συνδέεται με τον ορισμό της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη. Η διαμεσολάβηση του ευρωπαίου πολίτη στην άσκηση ευρωπαϊκής πολιτικής είναι όμως αμφίβολη.
Η ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού δήμου θα συνεχίσει να τίθεται εν αμφιβόλω, εφόσον η Ε.Ε., αν και ούσα σε προχωρημένο στάδιο οικονομικής ολοκλήρωσης, αδυνατεί να αποδείξει ότι στα θεμέλιά της πολιτικής της δυναμικής ενυπάρχει η ενοποιητική ώθηση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας (βλ. Ευρωεκλογές – εκλογές ΄β διαλογής – χαμηλή συμμετοχή – περιορισμένος διάλογος – εθνοκεντρικά ΜΜΕ). Συνεπώς, η απουσία του δήμου συνηγορεί στη δομική αδυναμία της δημοκρατικής διάχυσης πέρα από τα πλαίσια του εθνικού κράτους. Η Ε.Ε. δεν μπορεί να είναι δημοκρατική εφόσον τα βασικά χαρακτηριστικά κοινότητας μεταξύ πολιτών (συλλογική ταυτότητα, γλώσσα, πολιτισμός) εδράζονται σε εθνικές πολιτικές.
Στον αντίποδα, υποστηρίζεται ότι η δημοκρατική λειτουργία της Ε.Ε. εντοπίζεται στην αλληλεπίδραση θεσμών και κυβερνωμένων, ιδιαιτέρως στην περίπτωση της ικανοποιητικής αυτό-δικαιολόγησης των θεσμικών παικτών και στην εξωτερική – δημόσια αιτιολόγηση που απευθύνεται σε αυτούς τους «παίκτες», ώστε να προκύψει ένας ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος.
Άρα η θεωρητική συζήτηση και συνεπώς, οι προσδοκίες από την πολιτικοποίηση του ιδιότυπου συστήματος της Ε.Ε. πρέπει να περιοριστούν στο επίπεδο των συνεργατικών πρακτικών, να εστιάσουν τοπικά, να δικαιολογηθούν εθνικά και να θέσουν τους εθνικούς πολιτικούς προ νέων ευθυνών.
Μέχρι το πέρας της γαλλικής προεδρίας ή τις ερχόμενες Ευρωεκλογές του 2009, αναμένεται η επαναφορά μιας αναθεωρημένης εκδοχής της συνταγματικής συνθήκης. Ήδη η γερμανική προεδρία δεν κρύβει τις προθέσεις της να αναζωπυρώσει το διάλογο γύρω από το πλαίσιο επαναφοράς ενός νέου σχεδίου. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί αφενός με την κινητοποίηση του πολιτικού της προσωπικού, του Προέδρου της, των εθνικών πολιτικών φορέων, του διαδικτύου και της οργανωμένης Κοινωνίας των Πολιτών και αφετέρου με τη διάθεση σεβαστών budgets να εμπλέξει τους ευρωπαίους πολίτες σε συζητήσεις και καταγραφές απόψεων γύρω από μείζονα ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής. Υλοποιώντας το Σχέδιο Δ για το Διάλογο, Δημόσια Συζήτηση και τη Δημοκρατία με πρωτοβουλία της Επιτρόπου Wallstrom και προωθώντας μεθόδους υπερεθνικής διαβουλευτικής δημοσκόπησης, άμεσης και διαδραστικής επαφής ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων με ομάδες πολιτών, fora, σεμινάρια, κοινές δράσεις σε σχολεία και χώρους μαζικής εστίασης, η Επιτροπή προσπαθεί να αποτινάξει τον ελιτισμό των Βρυξελλών από το συλλογικό συνειδητό των ευρωπαίων πολιτών και να διαμορφώσει μια ατζέντα των πολιτών για την Ευρώπη του μέλλοντος. Ήδη, αρκετές χώρες έχουν αγκαλιάσει με θέρμη το εγχείρημα και καμιά έκπληξη δεν προκαλεί ότι σε αυτές δεν συγκαταλέγεται η Ελλάδα.
Και όμως, η ευρωπαϊκή περίοδος περισυλλογής, στην περίπτωση της Ελλάδας έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει μια περίοδο ενδυνάμωσης της μνήμης, ανάδειξης της συμβολής της Ε.Ε. για μια χώρα που έχει καταστεί κοινωνός και ιδιαίτερα ευνοημένος εταίρος της σε επίπεδο υποδομών, πολιτικής και πολιτειακής σταθερότητας, οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Σε μια περίοδο όπου ο διάλογος για την κρίση του εγχώριου πολιτικού συστήματος αρχίζει και αποκτά ενδιαφέρον, η πολιτική σημειολογία επαναπροσδιορίζεται γύρω από όρους όπως «μεταρρύθμιση», «δημόσιο αγαθό», «ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα», «κρίση πολιτικού συστήματος», μια «ένεση ευρωπαϊκότητας» και μια ειλικρινής, ψύχραιμη στροφή προς το ευρωπαϊκό παράδειγμα είναι ικανή να δώσει αρκετές απαντήσεις.
Η Ελλάδα οφείλει να αποκαταστήσει μέσα από το πολιτικό της σύστημα και την οργανωμένη Κοινωνία των Πολιτών την συνεισφορά της Ε.Ε. στις υποδομές, στην οικονομία και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας ζωής στην Ελλάδα. Να αναδείξει μια νέα «ελληνικότητα», συνυφασμένη με την «ευρωπαϊκότητα», στο επίπεδο του πολιτικού πολιτισμού, της πολιτικής κουλτούρας, αλλά και των αναπτυξιακών προτύπων.
Η νέα πεποίθηση στην Ε.Ε. δεν πρέπει να είναι περιχαρακωμένη σε αντιλήψεις οικονομικών παροχών και αποκατάστασης της δημοκρατικής νομιμότητας. Πρέπει να οδηγήσει σε μια σχέση εμπιστοσύνης σε ο,τι αφορά τις νέες ευκαιρίες για διασυνδεμένη διακυβέρνηση, τη διάσωση ρεφορμιστικών πρακτικών και μεταρρυθμιστικής μηχανικής. Σε μια σχέση άντλησης αξιακών προτύπων συναίνεσης ή και διαλόγου σε κρίσιμα ζητήματα. Εν τέλει, το στοίχημα της Ελλάδας με την Ε.Ε. δεν είναι μόνο ζήτημα οικονομικής βιωσιμότητας, είναι και στοίχημα ποιοτικής αναβάθμισης του πολιτικού της συστήματος.
Ο διάλογος για την Ευρώπη δεν μπορεί και δεν πρέπει να εξαντλείται σε αποχρωματισμένα και αποστειρωμένα πλαίσια. Κανείς αυτόματος πιλότος δεν προσδιορίζει το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη, αλλά συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Μια ανώριμη δημοκρατία 30 ετών που οφείλει τη βιωσιμότητά της στην κοινότητα ασφάλειας και ευημερίας που εγγυάται η Ε.Ε., χρειάζεται να ωριμάσει αγωνιζόμενη για την εμβάθυνση και αναβάθμιση του ρόλου της εντός του υπερεθνικού συστήματος. Για αυτό, μια σοσιαλδημοκρατική ατζέντα του μέλλοντος, δεν μπορεί να μην αποτελεί μια ατζέντα για την Ε.Ε., για το μέλλον της Ευρώπης, για περισσότερη δημοκρατία, κοινωνική συνοχή, ασφάλεια, πολυπολιτισμικότητα και εξωστρέφεια. Δεν μπορούν οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που κατοχύρωσαν τη Λισαβόνα και τη Συνθήκη της Νίκαιας (είναι τυχαίο ότι βρισκόμαστε ακόμη εκεί;) να μην μιλούν για περισσότερη Ευρώπη, για καλύτερους θεσμούς, για ευοίωνες αναπτυξιακές προοπτικές. Η παρωχημένη ταύτιση του ευρωπαϊκού μοντέλου με στείρες τεχνοκρατικές πολιτικές που καπελώνουν την ελληνική πρωτοβουλία συνιστά μεγάλο ατόπημα των ελληνικών κομμάτων και ειδικά της παρούσας κυβέρνησης.
Η αποδόμηση του εξευρωπαϊσμού που με τόσο κόπο διείσδυσε στην ελληνική δημόσια ζωή κατά περιόδους από το 1975 μέχρι σήμερα, εκτός από επικοινωνιακό τέχνασμα της Ν.Δ. και ενδο-ΠαΣοΚικό κόμπλεξ εναντίον των εκσυγχρονιστών, είναι μείζον πολιτικό σφάλμα. Μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική πολιτική δύναμη πρέπει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ευκαιρία της περιόδου περισυλλογής της Ε.Ε. και να υπερβεί τη μυωπική εξωτερική πολιτική των «εθνικών θεμάτων», εστιάζοντας στις μεγάλες ευκαιρίες για την παιδεία, την έρευνα και την ενέργεια που διανοίγονται για την επόμενη δεκαετία για τα Βαλκάνια. Να αποκαταστήσει την Ευρώπη στην καθημερινότητα των Ελλήνων, να τους υπενθυμίσει το σπουδαίο κεκτημένο και να τους εντάξει – όχι φαντασιακά – αλλά πολιτικά στο εγχείρημα του διαρκούς εξευρωπαϊσμού.