Κανείς δεν γνωρίζει πόσο θα κρατήσει αυτή η προεκλογική περίοδος. Ο χρόνος των εθνικών εκλογών παραμένει άγνωστος. Για κάποιους εξαρτάται από την ώρα του διαζυγίου των ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ εξαιτίας της Συμφωνίας των Πρεσπών. Για άλλους από τη δυνατότητα της κυβέρνησης να εκδώσει ομόλογο και να βγει στις αγορές. Για τους πιο αισιόδοξους στο Μαξίμου, από πιθανά οφέλη από την ασταμάτητη σκανδαλολογία και τον πολυεπίπεδο διχασμό της κοινής γνώμης και του Τύπου.
Η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει καταφέρει να χτίσει μια αδιαμεσολάβητη, σχεδόν καθετοποιημένη σχέση με ένα τμήμα του πληθυσμού. Είτε γιατί για κάποιους ενσαρκώνει ακόμη το σχετικά άφθαρτο είτε γιατί θεωρείται ανάχωμα για την επιστροφή της Δεξιάς στην εξουσία είτε γιατί παρά τις πλάνες, τις παλινωδίες και τα λάθη, το παλεύει ως ένας δήθεν Άγιος Βασίλης των φτωχών, με άριστες, όμως, σχέσεις με το ρετιρέ. Στην πραγματικότητα, όμως, μόνο ως παλινωδίες μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει τις πράξεις μιας κυβέρνησης που νομοθετεί περικοπές για να τις πάρει πίσω λίγους μήνες μετά, με το μπόνους μερικών χιλιάδων διορισμών στο Δημόσιο. Φυσικά, με την άδεια του άλλοτε κακού κατεστημένου των Βρυξελλών που δεν έχει κανένα πρόβλημα να δει την Ελλάδα να επιστρέφει σε αυτά που την χρεοκόπησαν, αρκεί να μην προστεθεί τώρα στη λίστα με τις προβληματικές Ιταλία, Γαλλια και Αγγλία.
Φτάνει όμως το χάρισμα του Πρωθυπουργού και η ευνοϊκή για τον ίδιο ταραχώδης κατάσταση στην Ευρώπη; Οι εκλογές, ως γνωστόν, κρίνονται και στο “πεδίο”, όχι μόνο στα μέσα ενημέρωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα μαζικό κόμμα με ισχυρή οργάνωση. Το αντίθετο, αφού δύσκολα ανιχνεύεται στις τοπικές κοινωνίες, κάτι που αντανακλάται στα τεχνάσματα στελεχών του κυβερνώντος κόμματος να κρυφτούν σε υποψηφίους του Κινήματος Αλλαγής σε δημοτικά και περιφερειακά ψηφοδέλτια. Ενώ Νέα Δημοκρατία και Κίνημα Αλλαγής έχουν λίγο-πολύ καταρτίσει τις λίστες των υποψηφίων τους στις εθνικές εκλογές, αντίστοιχη ετοιμότητα δεν φαίνεται να υπάρχει σε αυτούς που θα διεκδικήσουν τη “Δεύτερη Φορά Αριστερά”.
Είναι όμως και το άλλο, ίσως το πιο σημαντικό. Όσα σκάνδαλα και αν βγουν στην επιφάνεια, όσες απώλειες και αν προκαλέσει η συμφωνία των Πρεσπών, το εκλογικό αποτέλεσμα συνήθως κρίνεται από τις προοπτικές της οικονομίας. Τις προσδοκίες των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των καταναλωτών και των επενδυτών. Όχι απλά πόσα θα μπουν στην τσέπη τον επόμενο μήνα, αλλά αν θα υπάρχουν χρήματα για να μπαίνουν τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Άρα, το αμείλικτο ερώτημα, που παραμένει αναπάντητο για την κυβέρνηση είναι – και θα παραμείνει – το πως θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη. Γιατί για να είναι δίκαιη και να μοιράζεται, πρέπει να υπάρχει. Και ανάπτυξη με “παγωμένους” επενδυτές, με το Χρηματιστήριο σε ιστορικά χαμηλά, τις τράπεζες στην εντατική, τις ΔΕΚΟ υπό κατάρρευση, την κατανάλωση να πέφτει και τις δημόσιες επενδύσεις να συρρικνώνονται, είναι δύσκολο να την στηρίξει στον εύθραυστο τουρισμό, στο ΕΣΠΑ και στις χρυσές βίζες των αγοραστών ακινήτων. Θέλει δεν θέλει το Μαξίμου, οι ψηφοφόροι διαλέγουν μέλλον. Πολύ δε περισσότερο, όταν πάνω από τους μισούς Έλληνες αναγνωρίζουν ότι τα βγάζουν πέρα με δυσκολία και δεν βλέπουν φως με το σημερινό μοντέλο αναιμικής ανάπτυξης.