Πώς θα μειωθούν τα υπερπλεονάσματα | Πρώτο Θέμα, 17.03.2019

Κοινοποίηση

Ήταν Αύγουστος του 2015, όταν η Βουλή υπερψήφισε το 3ο Μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η συμφωνία ήρθε ως επιστέγασμα μιας σουρεαλιστικής διαπραγμάτευσης που κατάφερε να ευθυγραμμίσει την ελληνική κυβέρνηση με την γερμανική Δεξιά, που ήθελε να μας ξεφορτωθεί από την ευρωζώνη. Έτσι προέκυψε ένας ατιμωτικός για δυτική χώρα συμβιβασμός, με υπερταμείο, ιδιωτικοποιήσεις και ένα πρωτογενές πλεόνασμα, που παραπέμπει σε οικονομία πολέμου και θυμίζει Πορτογαλία του Σαλαζάρ και Ρουμανία του Τσαουσέσκου.

Όμως τα δεδομένα ανατράπηκαν γρήγορα. Λίγο το προσφυγικό, λίγο το Brexit και οι πολιτικές αναταραχές σε Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία, λίγο η εκλογή Τραμπ, η στάση της Τουρκίας και ο φωτογραφικός ψυχρός πόλεμος στα Βαλκάνια, σε συνδυασμό με το “σκοπιανό”, μετέτρεψαν την επικίνδυνη κυβέρνηση σε αναγκαστική δικλείδα σταθερότητας και συνεννόησης στην περιοχή.

Έτσι, οι ξένοι “θεσμοί” και τα ΜΜΕ τους, που ανέβαζαν το 10ετές spread σε διψήφιο αν κάποιος άλλος Έλληνας Πρωθυπουργός υπαινισσόταν μια μικρή μείωση του ΦΠΑ, ανέχτηκαν να συζητούν με τον Πάνο Καμμένο, να κλείνουν τα μάτια στις κολοβές μεταρρυθμίσεις και τους νομους-σεντόνια από τις τροπολογίες, την παράλυση της δημόσιας διοίκησης, τη διεθνή ντροπή της Μόριας και της Ειδομένης και φυσικά, την εξοντωτική φορολόγηση. Κάπως έτσι έκλεισε τυπικά το μνημόνιο, με τη χώρα όμως να κάνει ασταθή βήματα. Χωρίς ιδιαίτερη αναπτυξιακή αξιοπιστία, με μικρο-δουλειές, μικρο-συντάξεις, επιδόματα και συμβάσεις εργασίας σε δήμους. Λίγο το ΕΣΠΑ, λίγο το airbnb, λίγο οι χρυσές βίζες των Κινέζων, συνεχόμενες καλές χρονιές στον τουρισμό, μας έφτασαν μέχρι εδώ.

Όμως το μεγάλο πρόβλημα παραμένει το υπερπλεόνασμα, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως βαρίδι και εμφανές παράδοξο: ενώ οι χρηματαγορές δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα για τη δημοσιονομική σταθερότητα, την ίδια στιγμή το υπερπλεόνασμα αφαιρεί πόρους για δημόσιες επενδύσεις και χρηματοδότηση των κοινωνικών υπηρεσιών. Με κίνδυνο ακόμη και τα αναγκαία επιδόματα να κοπούν σύντομα στο μέλλον, αν ο εθνικός προϋπολογισμός δεν χρηματοδοτήσει άμεσα έργα στις υποδομές, τις μεταφορές, τις επικοινωνίες, τη δημόσια υγεία, την εκπαίδευση. Σε απλά ελληνικά, αν η ανάπτυξη δεν αρχίσει να ωφελεί όλους και να δημιουργεί καλές θέσεις εργασίας, το μέλλον δεν είναι ευοίωνο.

Υπάρχουν όμως κάποια ενθαρρυντικά σημάδια για τη χώρα μας. Από τη μία, φαίνεται να διαμορφώνεται στην Ευρώπη ένα περιβάλλον κατανόησης για το αδιέξοδο του πράγματος, που σημαίνει ότι ενδεχομένως μετά τις εθνικές εκλογές να υπάρχει περιθώριο συζήτησης για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Είναι κάτι που ζητά η Νέα Δημοκρατία, ακολουθώντας την πρόταση του Κινήματος Αλλαγής, που διεκδικεί πλεονάσματα 2% (από 3.5% μέχρι το 2022) και το υπόλοιπο 1.5% να διοχετευθεί σε δημόσιες επενδύσεις και κοινωνικές υπηρεσίες.

Από την άλλη, μετά από μια 15ετία συμβιβασμού με τη λιτότητα, οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες ξυπνάνε από τον ιδεολογικό τους λήθαργο και αμφισβητούν τη συγκράτηση μισθών στον ιδιωτικό τομέα, που είχε συμφωνήσει ο Σρέντερ το 2005 με τα συνδικάτα, αλλά και τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό (“χρυσό κανόνα”), που οι Γερμανοί εισήγαγαν στο Σύνταγμά τους. Η στροφή του SPD αρχίζει να αποδίδει στις δημοσκοπήσεις και ίσως προετοιμάζει το έδαφος για μια πολιτική ήττα της λιτότητας στην χώρα που την επέβαλε ως συνταγή ενάντια στην κρίση. Δυστυχώς όμως, φαίνεται ότι θα χρειαστεί η επιβεβαίωση της ανόδου της Ακροδεξιάς στις επόμενες Ευρωεκλογές, ώστε να πειστούν περισσότεροι για τα κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα που παράγει η συγκεκριμένη οικονομική συνταγή για τις ευρωπαϊκές χώρες.

Κοινοποίηση