Πριν περίπου 17 χρόνια, στη γνωστή στοά του Αττάλου, δίπλα στις ράγες του τρένου στο Θησείο, η ελληνική Προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση σφράγιζε την διεύρυνση της Ευρώπης προς Ανατολάς, υπέγραφε την ένταξη της Κυπρου σε αυτήν και παρέδιδε το προσχέδιο του Ευρωσυντάγματος. Η ισχυρή Ελλάδα, για την οποία εργάστηκαν με πάθος ο Κώστας Σημίτης και ο Ανδρέας Παπανδρέου κοιτούσε πλέον ισότιμα στα μάτια την Ευρώπη που προχωρούσε συντεταγμένα προς πολιτική της ολοκλήρωση, κάλπαζε με σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και βελτίωνε διαρκώς το επίπεδο ζωής των πολιτών της.
Λίγα χρόνια πριν, η Ευρώπη είχε επικυρώσει τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων θεσμοθετήσει την Διαδικασία της Λισαβόνας, που παρά την αποτυχία της ως μέθοδος συντονισμού εθνικών πολιτικών, έβαλε στην ατζέντα τη σημασία της καινοτομίας και της έρευνας για την κοινωνική και οικονομική πρόοδο, δίπλα στην Ενιαία Αγορά και τις πολιτικές συνοχής, “τέκνα” του σοσιαλδημοκράτη Ζακ Ντελόρ. Για να το πούμε απλά: τις δυο περίπου δεκαετίες που οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις είχαν ισχυρό έρεισμα – και ενίοτε και την πλειοψηφία στα ευρωπαϊκά όργανα – η Ένωση έκανε σημαντικά βήματα προόδου προς την κοινωνική της σύγκλιση και την πολιτική της ολοκλήρωση.
Γιατί τα θυμόμαστε αυτά; Γιατί η Ευρώπη δεν ήταν πάντα σε κρίση, ούτε ταυτιζόταν με την γερμανική λιτότητα, τις περικοπές, τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, την πάλη με την ακροδεξιά, την ξενοφοβία, την διπλωματική ασυνέχεια, την ανοχή σε δικτατορίσκους μέσα στα σπλάχνα της, όπως ο Ορμπάν. Ούτε με δύο οικονομικές επιτηρήσεις, τρία μνημόνια φτωχοποίησης, μια διαγραφή χρέους, δέσμευση της δημόσιας περιουσίας και οικονομική εποπτεία για δεκαετίες, στην περίπτωση της Ελλάδας.
Χρειάστηκε περίπου μια 15ετία με αρκετές διαιρέσεις, οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις, ένα Brexit, αρκετό αυταρχισμό και σύνθλιψη των σοσιαλδημοκρατών στις μυλόπετρες της λιτότητας και του εθνικισμού, για να έχουμε το πρώτο καλό στις 27 Μαΐου: ναι, η Ευρώπη αποφάσισε να βάλει το χέρι στην τσέπη. Ο ιστορικός του μέλλοντος, αν όλα πάνε καλά, θα γράψει για το δεύτερο πακέτο Μάρσαλ στην ιστορία της Ένωσης συνολικου ύψους 1,85 τρις, απότοκος αυτήν τη φορά όχι ενός κανονικού, αλλά ενός ασύμμετρου πολέμου, μιας πανδημίας που σκόρπισε θάνατο, συγκλόνισε τα εθνικά συστήματα υγείας, “παγωσε” το εμπόριο και έβαλε φρένο στην παγκοσμιοποίηση. Αρκεί βέβαια τα χρήματα να μην θυμίζουν μνημονιακές εκταμιεύσεις, όπως υπονόησε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, σκορπίζοντας την κυβερνητική ευφορία πριν καν αρχίσει.
Η αλήθεια είναι ότι η απόφαση για το γενναίο αυτό πακέτο αντανακλά περισσότερο εθνικές, παρά ιδεολογικές ατζέντες. Συντηρητικοί έγιναν εν μια νυκτί υπέρμαχοι των ελλειμμάτων, σοσιαλιστές του εξαγωγικού Βορά βολεύονται καλύτερα μέσα στην Ευρώπη των δύο ταχυτήτων. Τα εθνικά συμφέροντα υπαγορεύουν τις αποφάσεις, όμως η ιδεολογική ταυτότητα θα κριθεί στην εφαρμογή. Η υπερχρέωση, όπως και οι ανισότητες, η υποβάθμιση της εργασίας, η περιφρόνηση του κοινωνικού κράτους, ο αυταρχισμός, η υπερσυγκέντρωση πλούτου, δεν είναι προϊόντα αυτής της κρίσης. Προϋπήρχαν αυτής και τώρα μεγεθύνονται. Το μεγάλο στοίχημα για τους προοδευτικούς, τους σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες, πέρα από τις όποιες εθνικές ιδιαιτερότητες, είναι πως θα ενισχύσουμε ξανά την εργασία, θα την κάνουμε παραγωγική, αξιοπρεπή, ενδιαφέρουσα, προσαρμοσμένη στις ανάγκες του σήμερα. Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να κάνει τη δουλειά που μπορεί να κάνει μια μηχανή. Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να είναι εργαζομενος φτωχός ή να εξαρτάται μόνο από επιδόματα για να τα βγάλει πέρα. Και για να μπορέσει η εργασία να αποκτήσει αξία, πρέπει να συναντηθεί με μια νέα παραγωγική ατζέντα της κοινωνίας γύρω από τη γνώση και τον άνθρωπο, τις ικανότητές του και τις επιθυμίες του.
Πως μεταφράζονται αυτά στην Ελλάδα: ενίσχυση του ΕΣΥ, αναβάθμιση των προνοιακών δομών, επιδότηση της εργασίας, επανένταξη των ανέργων με ειδικές ρήτρες για γυναίκες και ευάλωτους, μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, ήπιος τουρισμός, πρασίνισμα των υποδομών, δίκαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή, τραπεζική ρευστότητα, στήριξη και αναβάθμιση των μικρομεσαίων, προστασία της κατοικίας, καινοτομία και ανοιχτή γνώση για κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους. Κοντολογίς, έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να διοχετεύσουμε τους ευρωπαϊκούς πόρους εκεί που θα πιάσουν τόπο και να θεραπεύσουμε αρκετές ασθένειες που προϋπήρχαν ή γεννήθηκαν με τα μνημόνια. Μπορεί η εγχώρια και ευρωπαϊκή Δεξιά να υπερθεματίζουν για το Σχέδιο Ανασυγκρότησης της ΕΕ, όμως οι ευθύνες τους για τη μεγάλη οικονομική, κοινωνική και αξιακή περιπέτεια της τελευταίας δεκαετίας, θα μας επιτρέψουν να είμαστε ιδιαίτερα καχύποπτοι.
Άρθρο στην Κυριακάτικη «Kontra News».