Για μια δεκαετία περίπου, οι ατέλειωτοι κατάλογοι “μεταρρυθμίσεων”, τα “προαπαιτούμενα” και οι “ουρές” κάθε αξιολόγησης δεν ανέδειξαν μόνο τη μονολιθική αντίληψη των δανειστών, αλλά και την αδυναμία του εγχώριου πολιτικού μας συστήματος να αντιτάξει έστω και μικρά αναχώματα στη γερμανοκίνητη λιτότητα. Αποτέλεσμα αυτού, είναι να οδηγηθούμε στην έξοδο από τα μνημόνια, αλλά όχι από τα υπέρογκα πλεονάσματα και τον αντιαναπτυξιακό δημοσιονομικό κορσέ. Δυστυχώς, η αναζήτηση του δισκοπότηρου της ανάπτυξης οδήγησε σε μια μοιραία τριτοκοσμική εξάρτηση από τον τουρισμό, τις ιδιωτικοποιήσεις και το real estate, γύρω από τα οποία άνθισε μια οικονομία βραχυπρόθεσμου ορίζοντα και σχετικά ευάλωτη, που δημιουργεί δουλειές που δεν απαιτούν ιδιαίτερα προσόντα, δεν αμοίβουν καλά, είναι ευέλικτες και επισφαλείς.
Η συναποδοχή αυτού του ηττοπαθούς τρόπου μεγέθυνσης της οικονομίας, που συμπληρώνεται από επιδόματα και μη βιώσιμες συντάξεις, αρχικά από τον ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα από την Νέα Δημοκρατία έχει διαφορετικές αφετηρίες, αλλά καταλήγει στα ίδια αδιέξοδα. Όσο επισφαλής είναι η άποψη ότι οι παροχές και τα επιδόματα θα δημιουργούν εσωτερική ζήτηση, άλλο τόσο επιπόλαιη είναι η αντίληψη ότι οι φοροαπαλλαγές θα φέρουν ποιοτικές (ξένες) επενδύσεις και ανάπτυξη. Η πρώτη κατέρρευσε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 με την αποκήρυξη του καθαρού κεϋνσιανισμού από τον Ανδρέα Παπανδρέου, όταν το ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να στρίψει το τιμόνι απέναντι στα σκληρά διλήμματα της παγκοσμιοποίησης. Η δεύτερη δοκιμάστηκε όταν η κυβέρνηση Καραμανλή στην πρώτη θητεία της μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές, αλλά οι ξένες επενδύσεις δεν ήρθαν ποτέ, με συνέπεια να παρασύρει τα δημόσια έσοδα στον πάτο, οδηγώντας την χώρα σε χρεοκοπία. Αξίζει δε να θυμηθεί κανείς, ότι την παραμονή των εκλογών του 2009, οι ανείσπρακτοι φόροι άγγιξαν τα 31 δις ευρώ, αγγίζοντας περίπου το 10% του τότε ΑΕΠ.
Είναι επίσης, απατηλό, να πιστεύει κανείς ότι το σημερινό τραπεζικό σύστημα, που εισάγει κυριολεκτικά “νύχτα” έμμεσες χρεώσεις στους καταθέτες, θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία. Τα αρνητικά επιτόκια δεν δημιουργούν συνθήκες ζήτησης και το ξεφόρτωμα των κόκκινων δανείων θα αναδιανείμει το πρόβλημα – δεν θα το εξαφανίσει. Χωρίς το στοιχειώδες, μια μεγάλη Αναπτυξιακή Τράπεζα, την οποία οι δανειστές σκοπίμως υπονομεύουν, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα παραμένει μια θλιβερή ευρωπαϊκή εξαίρεση και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα αναζητούν σανίδα σωτηρίας σε ευρωπαϊκά προγράμματα που μας αρέσει ή όχι, είναι δύσκολο να απορροφηθούν, καθώς απευθύνονται σε πιο ώριμες και ανταγωνιστικές οικονομίες.
Μετά, είναι η αποδυνάμωση των κοινωνικών υπηρεσιών και δομών. Το αποδιοργανωμένο και χρεοκοπημένο κράτος έτεινε χείρα βοηθείας σε ιδιώτες, μεγάλα ιδρύματα, διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ, που εξαιτίας των πολυεπίπεδων κρίσεων (κοινωνική, προσφυγική) διείσδυσαν και σε διάφορες περιπτώσεις το υπεκατέστησαν. Αυτή η διείσδυση του “τρίτου τομέα” στον παραδοσιακό “Λεβιάθαν”, μπορεί μεν να ικανοποιεί κάποιους θιασώτες της ‘αποτελεσματικότητας’, διαστρέφει όμως το κοινωνικό συμβόλαιο, την κοινωνική απαίτηση και τα στάνταρ ποιότητας που πρέπει να παρέχει ένα κοινωνικό κράτος, όπως αυτό εξάλλου περιγράφεται και στο Σύνταγμα. Η υπονόμευση, πχ, του Εθνικού Συστήματος Υγείας, χωρίς ικανά Κέντρα Υγείας, οικογενειακούς γιατρούς, προσωποποιημένη φροντίδα και μετάβαση από στην πρόληψη είναι εμφανής τόσο από την μαζική προσφυγή της μεσαίας τάξης στις ιδιωτικές κλινικές, όσο και από την αδυναμία πλέον του 25% των Ελλήνων να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε υπηρεσία υγείας.
Με λίγα λόγια, είναι σημαντικό να μην χαθεί η μεγάλη εικόνα των δομικών προβλημάτων. Ιδιαίτερα για τον προοδευτικο χώρο, ο μεγάλος κίνδυνος είναι να παραμείνει προσκολλημένος αφενός στη φαντασίωση μιας Ελλάδας που έχει χαθεί οριστικά, αφετέρου στην ευκολία μιας διχαστικής αντιπολίτευσης που δεν προσθέτει τίποτα ουσιαστικό στον αγώνα για πρόοδο. Γιατί είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα μεγάλα και υπαρξιακά προβλήματα, όπως η δημογραφική κρίση, η περιβαλλοντική υποβάθμιση, η αποεπένδυση, η αποδυνάμωση των κοινωνικών υπηρεσιών είναι μπροστά μας και δεν θα λυθούν με επιφανειακά και διαχειριστικά μπαλώματα, σαν αυτά που επιχειρεί η σημερινή κυβέρνηση.
*Άρθρο μου στην κυριακάτικη Kontranews στις 17/11/2019.