Πρόοδος ή κανονικότητα; Ισχυρή οικονομία χωρίς ισχυρή κοινωνία δεν υπάρχει | Πρώτο Θέμα

Κοινοποίηση

Η προηγούμενη οικονομικη κρίση χρειάστηκε χονδρικά τρια τρις δολάρια κρατικό χρήμα, που διοχετεύτηκε στις τράπεζες για να μην καταρρεύσει η παγκόσμια οικονομία. Οι φορολογούμενοι στήριξαν από την τσέπη τους την ανάκαμψη, αλλά είναι αμφίβολο αν αυτά τα χρήματα έπιασαν τόπο στην πραγματική οικονομία, σε πραγματικές επενδύσεις αγαθών και υπηρεσιών, σε καλές δουλειές και σε πραγματική ανάκαμψη του επιπέδου διαβίωσης. Αντίθετα η μερίδα του λέοντος κατευθύνθηκε προς το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, που το μονο που ξέρει να κάνει καλά είναι να πολλαπλασιάζεται ανακυκλούμενο, σαν ινδική κάστα, μέσα από τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, διαχείριση ακινήτων. Και σίγουρα, όχι σε δάνεια προς τους μικρομεσαίους.

Κάθε φορά που κάποιος σας ρωτά γιατί μετά από 10 χρόνια κρίσης λιγοστεύουν οι επενδύσεις, μικραίνουν οι μισθοί και οι συντάξεις ή γιατί ιδιωτικοποιούνται υπηρεσίες υγείας και περίθαλψης, η απάντηση περνά και μέσα από το γεγονός ότι το κράτος εξορίστηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, αφήνοντας μόνες τους τις επιχειρήσεις να παραγάγουν πλούτο. Ή αλλιώς γιατί οι κυβερνήσεις δεν έπιασαν τον ταύρο από τα κέρατα το 2008, δεν συντονίστηκαν και δεν είχαν κοινά εργαλεία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υπαγορεύσουν τους όρους της ανάκαμψης, αλλά να πρέπει να διαχειριστούν μια πρωτοφανή ύφεση που τραυμάτισε τις δημοκρατίες και την κοινωνική ειρήνη.  Ακόμη και σήμερα, το χάσμα μεταξύ Wall Street και Main Street παραμένει, όπως γράφουν αμερικανικά έντυπα: ενώ η πραγματική οικονομία των ΗΠΑ ζει μέρες 1929, το Χρηματιστήριο κινείται στη δική του αυτονομημένη σφαίρα: οι μετοχές των μεγάλων επιχειρήσεων καλπάζουν, ενώ οι μικρομεσαίοι βρίσκουν κλειστή την πόρτα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.

Υπάρχουν βέβαια, βάσιμες ελπίδες, ότι η πανδημία δεν αφήνει περιθώρια να επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό. Σχεδόν κανείς δεν αποτόλμησε να πατήσει το φρένο σε γενναία πακέτα διάσωσης ή να μιλήσει για λιτότητα – τουλάχιστον ανοιχτά. Από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη, το κράτος δανείζεται για να ξοδέψει, χωρίς τις αγορές να κοκκινίζουν. Αν και το Ταμείο Ανάκαμψης δεν πέρασε χωρίς συμβιβασμούς, η Ευρώπη έχει μια σπουδαία ευκαιρία μπροστά της να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού, να χρηματοδοτήσει πραγματικές επενδύσεις και καλές δουλειές, ψαλιδίζοντας τις ανισότητες που υπάρχουν, αλλά και αυτές που θα έρθουν. Είναι ίσως η πρώτη φορά, μετά από δεκαετίες, που οι αναλύσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συμμερίζονται σχεδόν τις ίδιες προτάσεις με τα ευρωπαϊκά συνδικάτα. Ότι δηλαδή αυτήν τη φορά η οικονομική ανάκαμψη πρέπει να συμβαδίσει χέρι χέρι με την κοινωνική ενδυνάμωση, με την προστασία του περιβάλλοντος, τη μείωση των ανισοτήτων, με το κράτος να κατευθύνει πόρους και επενδυτικές ενισχύσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.

Μέχρι εδώ όλα καλά. Όμως σε ποιο έδαφος θα γίνει η “σπορά” της ευρωπαϊκής βοήθειας;  Το έχουμε ξαναγράψει από εδώ ότι όλα αυτά δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει ένα κράτος γαλάζιων μετακλητών χωρίς πτυχία, που εχθρεύεται το μικρομεσαίο και τον εργαζόμενο, που μεταφέρει τη μερίδα του λεοντος των κρατικών ενισχύσεων στις μεγάλες επιχειρήσεις, που δεν ενδιαφέρεται να ανανεώσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που μιλά υποκριτικά για την “πράσινη ανάπτυξη” βάζοντας χέρι στις περιοχές NATURA, που δεν θέλει να συζητά για το προσφυγικό, που διαφημίζει επενδύσεις χωρίς κανείς να γνωρίζει το αποτύπωμά τους στην ελληνική οικονομία.

Η νέα εποχή που ξημερώνει δεν έχει σχέση με “κανονικότητα” ή δοκιμασμένες συνταγές. Κάθε εξουσία θα δοκιμαστεί και από την ικανότητά της να βάζει στόχους, αλλά και να τους πετυχαίνει με αντισυμβατικά μέσα, προστατεύοντας τους πολιτες σε πρώτη φάση, αλλά και ανοίγοντας δρόμο για την ευημερία όλων, σε δεύτερη. Το μάθημα από το 2008 είναι ξεκάθαρο: ισχυρή οικονομία χωρίς ισχυρή κοινωνία, δεν υπάρχει. Δεν είναι άπιαστο όνειρο η διεκδίκηση ενός δωρέαν ή έστω φτηνού εμβολίου, δίκτυα πρωτοβάθμιας φροντίδας που θα μας επισκέπτονται στο σπίτι, η κατά προτεραιότητα πρόσληψη γυναικών ή ανέργων σε έργα δημοσίων επενδύσεων ή συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ή η κρατική ενίσχυση κατά 40% μιας θέσης εργασίας, χωρίς αυτή να μετατραπεί σε μερικής απασχόλησης. Ας θυμόμαστε ότι υπάρχει πάντα εναλλακτική.

*Άρθρο μου στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα της Κυριακής»

Κοινοποίηση