Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι ο έλεγχος που ασκεί η κοινωνία μέσα από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους της, δηλαδή τους βουλευτές. Ζητήματα δηλαδή κακοδιοίκησης, δυσλειτουργίας υπηρεσιών, προσλήψεων χρηματοδοτήσεων, χωροταξίας, περιβάλλοντος κ.α. αναδεικνύονται από τους βουλευτές για να βρεθεί λύση υπέρ των πολιτών, της εκλογικής τους περιφέρειας ή γενικότερα για το δημόσιο συμφέρον.
Είναι όμως γεγονός ότι αρκετές φορές ο κοινοβουλευτικός έλεγχος δεν λειτουργεί σωστά. Εκτός από την κατάχρησή του μέσα από τον “βομβαρδισμό” της Διοίκησης από περιττές ερωτήσεις και αναφορές ή την πλήρη σιωπή κάποιων βουλευτών-φαντασμάτων που δεν συμμετέχουν πουθενά, οι απαντήσεις (γραπτές ή προφορικές) άλλοτε καθυστερούν, άλλοτε δεν φτάνουν ποτέ.
Το θέμα ήρθε και πάλι στο φως πρόσφατα, εξαιτίας της μαζικής απουσίας υπουργών από πρόσφατες ερωτήσεις που τους απευθύνθηκαν από βουλευτές της αντιπολίτευσης. Πιο συγκεριμένα, στις 27 Μαίου, όπως ανέδειξε και το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ αθηναϊκής εφημερίδας, ακυρώθηκαν όλες οι ερωτήσεις στην Ολομέλεια της Βουλής, καθώς κανένας υπουργός δεν έκανε τον κόπο να εμφανιστεί για να απαντήσει. Η συνηθισμένη δικαιολογία είναι κάποιο “κώλυμα”, η απουσία στο εξωτερικό, ο φόρτος εργασίας κ.α.
Χωρίς αμφιβολία, το φαινόμενο είναι προσβλητικό για τη δημοκρατία, τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, αλλά και τους πολίτες. Έρχεται σε αντίθεση και με τον Κανονισμό της Βουλής, αλλά και το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 69). Το ίδιο προβληματική όμως είναι και η διαρκής απουσία βουλευτών από τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα ή η πλήρης απραξία κάποιων. Παρά τη σχετική διάταξη του Κανονισμού της Βουλής (αρ.76 παρ. 5) που ορίζει ότι η απoυσία Boυλευτή σε περισσότερες από πέντε τo μήνα συνεδριάσεις της Oλoμέλειας, του Τμήματος διακοπής των εργασιών της Βουλής και των Eπιτρoπών της Boυλής, χωρίς άδεια, θεωρείται αδικαιoλόγητη και συνεπάγεται την υπoχρεωτική κράτηση τoυ ενός τριακoστoύ (1/30) της μηνιαίας απoζημίωσης για κάθε απoυσία τoυ, η επιβολή ποινών έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα του κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Η δημοκρατία είναι πολίτευμα της γνώμης, αναφέρει ο κορυφαίος πολιτικός επιστήμονας Τζιοβάνι Σαρτόρι. Χρειάζεται ενημερωμένους πολίτες, μηχανισμούς και διεξόδους λογοδοσίας και διαφάνειας, ώστε τα δημόσια πρόσωπα να κρίνονται για τις πράξεις ή την απραξία τους. Στη συνέχεια οι πολίτες αξιολογούν τις απόψεις, τα πεπραγμένα και τη δραστηριότητα των εκλεγμένων τους αντιπροσώπων, τους επιβραβεύουν ή τους τιμωρούν με την ψήφο τους. Άλλωστε, σε μια πλουραλιστική και ανταγωνιστική δημοκρατία, πώς μπορείς να υποχρεώσεις τον πολίτη ή τον πολιτικό να ασκήσει το δημοκρατικό του καθήκον; Αυτό αποτελεί ένα υπαρξιακό ερώτημα για τη δημοκρατία.
Προφανώς τα προβλήματα της ελληνικής Πολιτείας εξακολουθούν να προέρχονται από την κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας στη Βουλή και στη Δικαιοσύνη. Φλύαροι, ακατανόητοι νόμοι, τροπολογίες άσχετες και στα κρυφά, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και μνημόνια χιλιάδων σελίδων, η προσχηματική διαβούλευση, η δύσκολη πρόσβαση των πολιτών στα δημόσια έγγραφα, η άνιση μεταχείριση βουλευτών και απλών πολιτών σε ποινικές και αστικές υποθέσεις, το συντεχνιακό πλαίσιο προστασίας της κομματικής και πολιτικής χρηματοδότησης, συνθέτουν ένα περιβάλλον του προηγούμενου αιώνα, όπου οι ελίτ συντηρούσαν κλειστά συστήματα, ώστε οι πολίτες να μην βλέπουν, να μην κρίνουν και να μη συγκρίνουν. Δυστυχώς αυτά τα φαινόμενα δεν αποκτούν ιδιαίτερα δημοσιότητα και δεν προκαλούν ευρύτερες συζητήσεις. Και όταν την αποκτούν, δύσκολα γίνονται κτήμα κάποιας πλειοψηφίας, αφού τις θεσμικές αλλαγές τις ‘σπρώξαμε’ στα μνημόνια ή τις επαναφέρουμε προσχηματικά για να αλλάξουμε την ατζέντα από τα ‘μέτρα’ στη ‘δημοκρατία’, όπως άλλωστε κάνει και η σημερινή κυβέρνηση.
Στον 21ο αιώνα όμως, η κουλτούρα του “ανοιχτού”, της μοιρασιάς, της αξιολόγησης, της ισότητας και της ελεύθερης πρόσβασης σαρώνουν τις παλιές δομές που μονοπωλούσαν την πληροφορία, την εξουσία και τις ιεραρχίες. Η ιστορία δείχνει ότι όσο πιο γρήγορα ανανεώνονται οι θεσμοί και εναρμονίζονται με την εποχή τους, τόσο πιο ανθεκτική γίνεται μια χώρα σε κρίσεις, πολιτικές και οικονομικές. Όσοι κανόνες, ρήτρες ή απαγορεύσεις και να νομοθετηθούν σε μια Πολιτεία που βάζει εμπόδια στο ποιος μπορεί να γίνει βουλευτής, κρύβει τις οδούς του πολιτικού χρήματος, νομοθετεί στο πόδι ή εν νυκτί ή δεν μεριμνά για τη διάκριση των τριών εξουσιών, η υστέρηση θα μεγαλώνει.
Αν πράγματι ξεκινήσει η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, είναι μια μεγάλη ευκαιρία να συζητήσουμε και για τα προβλήματα της νομοθετικής εξουσίας και πως αυτή θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας Ελλάδας που έχει μπει σε μια δύσκολη και απαιτητική εποχή. Με περισσότερη συζήτηση, λογοδοσία και κοινωνικό έλεγχο, ίσως τα έδρανα να ξαναγεμίσουν.