O Παναγιώτης Βλάχος μιλά για το «Σχέδιο Ελλάδα» και την εναλλακτική πρόταση που καταθέτει στους πολίτες
Στην κοινή γνώμη καλλιεργείται η άποψη ότι έχουμε λύσει όλα μας τα προβλήματα. Ότι η Ελλάδα έχει κλείσει τους λογαριασμούς της με τους δανειστές, άρα μπορούμε ανενόχλητοι να ασχοληθούμε με τα πολιτικά απόνερα της Συμφωνίας των Πρεσπών ή έχουμε την πολυτέλεια να βλέπουμε τη Βουλή να υποβαθμίζεται από τους ανεκδιήγητους θεατρινισμούς του Πάνου Καμμένου και των ομοίων του. Ακόμη χειρότερα, ένας νέος κύκλος σκανδαλολογίας είναι βέβαιο ότι θα ρίξει ακόμη πιο κάτω το επίπεδο της πολιτικής ζωής, οδηγώντας ακόμη περισσότερους πολίτες στην αγκαλιά των νεοφασιστών.
Δυστυχώς για όλους, οι λογαριασμοί μας με το μέλλον είναι ανοιχτοί, καθώς τα πρώτα μεταμνημονιακά βήματα της Ελλάδας είναι μετέωρα και οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί: τράπεζες “στο κόκκινο”, δουλειές επισφαλείς και εποχιακές, σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια και κοινωνικές δομές σε παρακμή. Η λογική του “δος ημίν σήμερον” προετοιμάζει το έδαφος για μια χειρότερη κρίση στο μέλλον, χωρίς τα μαξιλάρια του δανεισμού ή τις κοινωνικές αντοχές που υπήρχαν το 2010, το 2012 ή έστω το 2015. Ήδη κάποιοι μας έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι αν συνεχίσουμε να τροφοδοτούμε την εσωτερική ζήτηση με μισθούς, παροχές και επιδόματα χωρίς να “μεγαλώνει η πίτα”, να δημιουργούνται δουλειές και να παράγεται πλούτος, θα καταλήξουμε ξανά ικέτες στο ΔΝΤ. Το παράδοξο να αυξάνεται ο κατώτατος μισθός για να τον εισπράξει η εφορία και μάλιστα, χωρίς καμία συζήτηση με τους κοινωνικούς εταίρους, αντανακλά αυτήν την αδιέξοδη λογική.
Επιπλέον, μέσα και έξω από την Ελλάδα, ισχυρά συμφέροντα προωθούν συστηματικά την κατοχύρωση ενός νέου μεγάλου δικομματισμού των άκρων: μια δήθεν μεταρρυθμιστική κεντροδεξιά που προσπαθεί να κρύψει τη ναφθαλίνη της και μια δήθεν νέα κεντροαριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, που υποβαθμίζει τις θεμελιώδεις αρχές της σοσιαλδημοκρατίας με κάθε ευκαιρία. Παρότι οι οικονομικές τους προτάσεις για την επόμενη μέρα δεν διαφέρουν και τόσο, οι δυο τους βολεύονται στο τοξικό πολιτικό κλίμα, μεγαλώνοντας το ποσοστό των πολιτών που αποστρέφονται την πολιτική.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, το Κίνημα Αλλαγής προσπαθεί συστηματικά να αλλάξει τη συζήτηση, προτείνοντας θεσμούς και πολιτικές μιας προοδευτικής πολιτικής οικονομίας μετά την κρίση. Από την άλλη να στηρίξει μέτρα ενίσχυσης των ασθενέστερων που εισάγει η κυβέρνηση, χωρίς να κλείνει τα μάτια στην κατάσταση ανάγκης που βρίσκονται εκατομμύρια πολίτες. Εξού και προτείναμε το πάγωμα της μείωσης του αφορολόγητου, ώστε να πιάσει τόπο ο κατώτατος μισθός ή την παράταση του νομου ΠΑΣΟΚ για την προστασία της πρώτης κατοικίας όσων χρωστούν στις τράπεζες, μέχρι το τέλος του έτους.
Δε μένουμε όμως εκεί. Για κάθε νέο που ξεκινά τη δική του επιχείρηση προτείνουμε τρία χρόνια απαλλαγών από φόρους και συνταξιοδοτικές εισφορές, συν άλλα δύο χρόνια με έκπτωση 50%. Δίνουμε κίνητρο στον επιχειρηματία να προσλάβει νέους άνεργους, γυναίκες και ηλικιωμένους, προσμετρώντας το 50% του μισθού που θα δίνει ως ‘δαπάνη’, ώστε να απαλλάσσεται φορολογικά. Στηρίζουμε τη μείωση του εταιρικού φόρου στο 20%, ενώ έχουμε καταθέσει πρόταση για τη δημιουργία Bad Bank που θα διαχειριστεί τα κόκκινα δάνεια, με προστασία όμως της πρώτης κατοικίας και την επιβράβευση των συνεπών οφειλετών. Επιπλέον, δεσμευτήκαμε με πρόταση νόμου απέναντι στα νέα ζευγάρια: κάθε οικογένεια θα έχει οικονομική βοήθεια στέγασης για δύο χρόνια από την απόκτηση του πρώτου παιδιού και έναν αποταμιευτικό λογαριασμό για κάθε παιδί, που θα μπορεί να ξοδεύει ένα ποσό που του αναλογεί από το κράτος για σπουδές, κατάρτιση, εύρεση εργασίας στη διάρκεια της ενήλικης ζωής του.
Τα παραπάνω είναι ενδεικτικές θέσεις του “Σχεδίου Ελλάδα” και της εναλλακτικής πρότασης που καταθέτουμε στους πολίτες. Πολιορκητικός κριός αυτής της προσπάθειας, είναι να μειωθούν τα υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα, που τραβούν διαρκώς το χαλί κάτω από τα πόδια των ελληνικών κυβερνήσεων, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Είναι προς όφελος όλων μας να μιλήσουμε επιτέλους για πολιτική, να δώσουμε χώρο στα επιχειρήματα και να ξαναχτίσουμε δεσμούς εμπιστοσύνης με όσους πλήρωσαν και πληρώνουν το τίμημα της ύφεσης.