Είναι η 10η φορά μέσα σε 100 χρόνια που οι Βρετανοί οδεύουν πρόωρα προς την κάλπη. Αυτήν τη φορά δεν είναι η οικονομία το κεντρικό ζήτημα ή η απώλεια της δεδηλωμένης, αλλά η διαπραγμάτευση της εξόδου της χώρας από την ΕΕ.
Η αιφνιδιαστική κίνηση της βρετανίδας πρωθυπουργού είναι απόλυτα συμβατή με τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού: κάνεις εκλογές όταν ξέρεις ότι θα τις κερδίσεις, ο αντίπαλός σου είναι αδύναμος και διχασμένος (βλ. Εργατικοί), χρειάζεσαι νέα πλειοψηφία για να αποφύγεις τις εσωτερικές διαφωνίες, θες να απορροφήσεις μικρότερα κόμματα στα αριστερά ή δεξιά σου.
Στην περίπτωση της συντηρητικής Μέι, συντρέχει και άλλος ένας λόγος: είναι μια διορισμένη πρωθυπουργός, η οποία θα χρεωθεί την πλήρη ή μερική αποσύνδεση της Βρετανίας από την ΕΕ. Αρα πρέπει να έχει τη νομιμοποίηση να καθορίσει τις προϋποθέσεις της, αλλά και να χαράξει τη δική της εσωτερική πολιτική για την επόμενη πενταετία.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνες οι περιπτώσεις πρόωρης προσφυγής στην κάλπη, όπου βλέπεις τη χιονοστιβάδα να έρχεται, στρίβεις δια της ήττας και ποντάρεις στην κατάρρευση του διαδόχου. Η πατέντα της «πράσινης» ή «κόκκινης» παρένθεσης εξάλλου ενέπνευσε διάφορους δραπέτες στις εθνικές εκλογές του 2009 και 2015. Αλλά αυτή είναι μια άλλη (ελληνική) ιστορία.
Σήμερα, η απόφαση της Μέι και η επικύρωσή της από τη Βουλή των Κοινοτήτων είναι μια καλή αφορμή για να σκεφτούμε πάνω σε μια συζήτηση που έχει ανοίξει στην Ελλάδα εδώ και καιρό: αυτή του σταθερού εκλογικού κύκλου. Οπως δηλαδή οι δήμαρχοι και περιφερειάρχες εκλέγονται για μια σταθερή θητεία, το ίδιο να ισχύει και για την κυβερνώσα πλειοψηφία: να μη μπορεί να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές πριν τη συμπλήρωση της τετραετίας. Και αν το κάνει -λέει μια πρόταση- σε περίπτωση που επανεκλεγεί, να ολοκληρώσει το υπόλοιπο της θητείας της. Σε περίπτωση δε, όπου κατά τη διάρκεια της θητείας της δεν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη Βουλή, αυτός να εκλέγεται από τους πολίτες.
Το επιχείρημα έχει βάση. Οι πρόωρες εκλογές, σε συνδυασμό με τον σταυρό προτίμησης και την αδιαφάνεια που υπάρχει στο πολιτικό χρήμα, κάνουν το πολιτικό σύστημα ευάλωτο σε πιέσεις εκδοτών, μεγαλοεργολάβων, τραπεζών κλπ. Ιδιαίτερα δε σε περιόδους κρίσης, ίσως θα έπρεπε η κυβερνητική σταθερότητα να έχει προτεραιότητα και όχι να έχουμε εκλογές κάθε δύο χρόνια, που λειτουργούν αποσυμπιεστικά μεν, χωρίς αποτέλεσμα δε, υποστηρίζουν κάποιοι.
Τι γίνεται όμως όταν μια κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με μια απρόσμενη πραγματικότητα ή ένα γεγονός εθνικής σημασίας, όπως ένας πόλεμος, μια χρεοκοπία ή μια έξοδο από την ΕΕ, για το οποίο χρειάζεται τη λαϊκή νομιμοποίηση; Κοιτάζοντας πίσω, ίσως η Ιστορία είχε γραφτεί διαφορετικά αν τον Μάιο του 2009 μια αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπερψήφιζε το Μνημόνιο ή πηγαίναμε σε πρόωρες εκλογές. Τηρουμένων των αναλογιών, το Brexit είναι μια ιστορική και επίπονη διαδικασία για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη. Οι συσχετισμοί στην επόμενη Βουλή θα καθορίσουν αν η σχέση Ηνωμένου Βασιλείου – ΕΕ θα εμπεριέχει μια απλή ζώνη ελεύθερου εμπορίου ή οι Βρετανοί θα συνεχίσουν να δεσμεύονται από την Ενιαία Αγορά και κυρίως, το δικαστήριο της ΕΕ.
Από τη μία λοιπόν υπάρχει ο φόβος της κατάχρησης του δικαιώματος που έχει η πλειοψηφία να προκαλεί πρόωρες εκλογές και η εργαλειοποίηση των εκλογών για βραχυπρόθεσμα κομματικά οφέλη. Από την άλλη υπάρχουν έκτακτες συνθήκες, οικονομικής ή γεωπολιτικής σημασίας για μια χώρα, που χρειάζονται άλλες πλειοψηφίες και εκ νέου νομιμοποίηση. Η πρόνοια του Βρετανού Νομοθέτη με το Fixed-Term Parliamentary Act του 2011 δέχεται ότι για να σπάσει η κλειστή θητεία, πρέπει να συμφωνήσουν τα 2/3 των βουλευτών. Χρειάζεται δηλαδή νομιμοποίηση, μέσω της αντιπροσώπευσης, η απόφαση του Πρωθυπουργού να διαλύσει τη Βουλή.
Εκτός λοιπόν από την περίπτωση που μια κυβέρνηση χάνει την πλειοψηφία στη Βουλή, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν χρήσιμη και στην περίπτωση της Ελλάδας, μιας και η κυβέρνηση αποφάσισε να ανοίξει τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Αντί να γίνουμε Σκανδιναβοί με τη μία, ας προσπαθήσουμε για αρχή να συμφωνήσουμε ότι θα υπάρχουν κανόνες που θα δικαιολογούν, θα νομιμοποιούν και ταυτόχρονα θα περιορίζουν την υπερεξουσία του Πρωθυπουργού να προκαλεί πρόωρες εκλογές είτε επειδή τον συμφέρει η στιγμή ή θέλει να δραπετεύσει από τις ευθύνες του.
Αν πάρουμε το ζήτημα της διακυβέρνησης και των βουλευτικών εκλογών πιο σοβαρά, ίσως τότε θα μπορούμε να συζητήσουμε και με μεγαλύτερη ωριμότητα για τα δημοψηφίσματα και πώς η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να εμπλουτιστεί και να βαθύνει με περισσότερα μέσα κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής.