Το πρόβλημα της υπερχρέωσης δεν είναι μόνο ελληνικό. Η υπερχρέωση στις ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη αγγίζει το 277% του ΑΕΠ, κληρονομιά της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τα χρόνια της κρίσης. Τι σημαίνει πρακτικά η συσσώρευση δημοσίου χρέους; Λιγότερη εμπιστοσύνη, μεγαλύτερο ρίσκο, υψηλότερα επιτόκια, άρα μειωμένη ή συγκρατημένη ρευστότητα και τραπεζικός δανεισμός για επενδύσεις τα επόμενα χρόνια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το ελληνικό χρέος, ύψους 312 δισ. σήμερα, μεγαλώνει. Εχει όμως μια θετική ιδιαιτερότητα: μόνο το 7% ανήκει σε ξένους επενδυτές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι χρωστάμε κυρίως σε κράτη και οργανισμούς (ΕΜΣ, ΔΝΤ, ΕΚΤ), αποφεύγουμε την έκθεση σε κερδοσκόπους, ενώ η κατάσταση θα βελτιωθεί (κάπως) με τη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ταυτόχρονα όμως, η ιδιότυπη αυτή προστασία ισοδυναμεί με ένα «χρηματοπιστωτικό Κωσταλέξι», όπως το έχει χαρακτηρίσει ο πρ. υπουργός Οικονομίας, Νίκος Χριστοδουλάκης. Οσο είμαστε υπερχρεωμένοι, είμαστε ταυτόχρονα και έκθετοι στην πολιτική βούληση της Ευρωζώνης και άλλων 18 κρατών-μελών της. Και στην περίπτωση που μπούμε στον πειρασμό του «δεν πληρώνω» και επιλέξουμε την οδό της δραχμής, εκτός του ότι το χρέος θα παραμείνει σε ευρώ, άρα θα είναι πολλαπλάσιο, η χώρα θα σέρνεται σε δικαστήρια, θα εκποιεί την περιουσία της, θα εκβιάζεται και θα ταπεινώνεται σε οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο από τους δανειστές της για δεκαετίες.
Η δομή του ελληνικού χρέους, συν η μακρά περίοδος αποπληρωμής του, δεν θεωρείται προβληματική. Η πρώτη πηγή ανησυχίας είναι ότι το χρεολύσιο του 2019, έτος όπου αναμένεται το ελληνικό Δημόσιο να εκδώσει ομόλογα και να δανειστεί στις αγορές, θα είναι 13,9%. Η δεύτερη πηγή ανησυχίας είναι τα επιτόκια. Το πρόβλημα που έχουμε εμείς σε σχέση με την Ιταλία και την Πορτογαλία που έχουν επίσης υψηλό χρέος, είναι το μέγεθος του χρέους που βασίζεται σε κυμαινόμενο επιτόκιο, δηλαδή 68% για την Ελλάδα, έναντι 8% στην Ιταλία και 21% στην Πορτογαλία. Αρα, λοιπόν, μια πιθανή άνοδος των επιτοκίων, η οποία αναμένεται την επόμενη δεκαετία, θα είχε ως αποτέλεσμα να επηρεάσει τις ανάγκες της εξυπηρέτησης του χρέους.
Το ακόμη όμως μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι όλες αυτές οι εκτιμήσεις γίνονται σε συνθήκες ομαλότητας και προεξοφλούν ότι όλα θα γίνουν «κατά γράμμα»: ότι δηλαδή η Ελλάδα θα διατηρεί 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα και 1,75% ρυθμό ανάπτυξης για μια δεκαετία, ώστε το 2027 το χρέος να μειωθεί στο 100% του ΑΕΠ. Όλ’ αυτά όμως, όταν η ανεργία δεν αναμένεται να αποκλιμακωθεί σημαντικά την ερχόμενη δεκαετία, η δημογραφική γήρανση καλπάζει και η εμπιστοσύνη στο ευρώ μειώνεται. Δεν πρόκειται λοιπόν μόνο για μια αδύνατη εξίσωση, αλλά και για μια τιμωρητικού χαρακτήρα δέσμευση των μελλοντικών ελληνικών κυβερνήσεων, χωρίς περιθώρια ελιγμών.
Δυστυχώς, ο μόνος που φαίνεται να μαθαίνει από τα λάθη του είναι το ΔΝΤ. Το 2010 προέβλεπε πλεόνασμα 6% και το 2012 αναθεώρησε στο 4,5%. Και οι δυο εκτιμήσεις συνευθύνονται για τη βαθιά ύφεση μέχρι το 2014. Τώρα πια το Ταμείο αναγνωρίζει ότι τα πλεονάσματα από το 2018 και μετά πρέπει να αποκλιμακωθούν, ώστε η οικονομία να βρει χώρο να αναπτυχθεί, χωρίς το δημοσιονομικό βραχνά. Το ίδιο αναγνωρίζουν λίγο – πολύ ινστιτούτα σκέψης και οικονομολόγοι στην Ευρώπη, που επιμένουν ότι η καθυστέρηση απλά μεγαλώνει το λογαριασμό, άρα η συζήτηση πρέπει να μετατοπιστεί από τη ‘διατήρηση’ των πλεονασμάτων στην ανάπτυξη, ώστε το χρέος να εξυπηρετείται καλύτερα και πιο βιώσιμα. Πώς είναι αυτό εφικτό;
● Πρώτον, μέσα από συμφωνία με τους θεσμούς, ώστε να αυξηθεί η μέση διάρκεια και ουσιαστικά η αναλογία του σταθερού επιτοκίου, δηλαδή οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες να κυμανθούν στο 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και 20% μακροπρόθεσμα. Προφανώς, αυτό το σενάριο σημαίνει ότι κάνουμε τους καλούς μαθητές και εφαρμόζουμε το πρόγραμμα.
● Δεύτερον, χρειάζεται διαπραγμάτευση να χαμηλώσουν τα πλεονάσματα. Και για να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη στις αγορές για την Ελλάδα και τις υπερχρεωμένες χώρες, είναι αναγκαίο ο ΕΜΣ να αναλάβει εξολοκλήρου το δανεισμό των κρατών-μελών της ευρωζώνης (να γίνει δηλαδή το ΔΝΤ της Ευρώπης), σενάριο στο οποίο όμως αντιδρά η Γερμανία
● Τρίτον, μέσα από συμφωνία των ελληνικών κυβερνήσεων με τους δανειστές, ότι ένα ικανό ποσοστό του πλεονάσματος θα δεσμευτεί για να αναδιανέμεται σε παραγωγικές επενδύσεις, «νεκρανασταίνοντας» το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και μοχλεύοντας χρήματα στα επιμέρους ταμεία που έχουν δημιουργηθεί.
● Τέταρτον, η συμφωνία να περιλαμβάνει τη δέσμευση ενός μέρους του πλεονάσματος στην υπηρεσία ενός ολοκληρωμένου δικτύου κοινωνικών υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένου ενός καθολικού ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος) που να καταπολεμά τη φτώχεια, τον αποκλεισμό και τις διακρίσεις.
● Πέμπτον, ο «δημοσιονομικός αέρας» θα αφήσει την αγορά να αναπνεύσει και να αποδώσουν κάποιες μεταρρυθμίσεις οικονομικού χαρακτήρα, που σήμερα δεν λειτουργούν εξαιτίας της ύφεσης.
● Εκτον, με την οικονομία να παίρνει μπρος, θα είναι πιο εύκολες οι δομικές αλλαγές στη λειτουργία του κράτους, της δικαιοσύνης και της εκπαίδευσης, χωρίς σπασμωδικότητα και σε βάθος δεκαετίας.
Αρα για να το κάνουμε σαφές: χρέος, πλεόνασμα και ανάπτυξη είναι μεγέθη αλληλένδετα και συμπληρωματικά. Εφόσον σενάριο για κούρεμα του χρέους δεν υπάρχει στο τραπέζι, το παραπάνω σενάριο μπορεί να ανάψει ένα φως στο τέλος του τούνελ, να δώσει ελπίδα και να σταθεροποιήσει την πολιτική και οικονομική ζωή. Μετατοπίζει το κέντρο βάρους του προβλήματος από την ορθοδοξία των πλεονασμάτων στο αναγκαίο χώρο που χρειάζεται μια εκλεγμένη κυβέρνηση να κυβερνήσει και μια οικονομία σε ύφεση για να αναπτυχθεί, χωρίς ταυτόχρονα να διακινδυνεύει την παραμονή της χώρας στην Eυρωζώνη.
(Οι απόψεις που αναπτύσσονται στο άρθρο είναι προϊόν κοινής μελέτης με τον κ. Γιάννη Μαστρογεωργίου, διευθυντή του «Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση» και συζητήθηκαν στην πρόσφατη εκδήλωση του “Δικτύου” για το δημόσιο χρέος, την οποία μπορείτε να δείτε εδώ)