Έχοντας συμπληρώσει τριάμιση χρόνια στην εξουσία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι η μακροβιότερη μνημονιακή κυβέρνηση. Διόλου τυχαίο. Το έχει πετύχει με τρεις βασικές μεθόδους: πρώτον, εκμεταλλευόμενη τις πολυεπίπεδες κρίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να κερδίσει χρόνο και βραχυπρόθεσμα οφέλη στη διαπραγμάτευση, συμψηφίζοντας και μετακυλίοντας υποχρεώσεις στο τέλος του προγράμματος.
Δεύτερο, μετατρέποντας το Μνημόνιο σε “άδεια παραμονής” της στην εξουσία: ψηφίζοντας δηλαδή ό,τι έρχεται “απ’ έξω”, με αντάλλαγμα τα “στραβά μάτια” των “θεσμών” στην αντικοινωνική υπερφορολόγηση, το γενεακά άδικο ασφαλιστικό σύστημα, την αδήλωτη εργασία, την υπερφόρτωση του Δημοσίου με περισσότερες δυσλειτουργίες και το νέο συγκεντρωτισμό σε βάρος της Αυτοδιοίκησης. Όπου φυσικά δεν υπάρχει Μνημόνιο (βλέπε ΜΜΕ, δημόσια ασφάλεια, εκπαίδευση, πρόνοια, δικαιοσύνη), η πραγματικότητα μιλά από μόνη της.
Η τρίτη και πιο ενδιαφέρουσα τακτική είναι η δυνατότητα του αριστεροδεξιού συνασπισμού να κινείται ως εκκρεμές μέσα από πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες που έχουν στόχο να φέρουν σε αμηχανία ή να εγκλωβίσουν τον πολιτικό αντίπαλο. Το είδαμε στην πρόταση για τη συνταγματική αναθεώρηση, στον εκλογικό νόμο, στην αναγνώριση δικαιωμάτων σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, στα εθνικά ζητήματα, στην Αυτοδιοίκηση. Εφαρμόζοντας στην πράξη “αντάρτικες” τακτικές του μεγάλου θεωρητικού του πολέμου Κλάουσεβιτζ, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν παίζουν τα χαρτιά τους σε μια ζαριά, αλλά αυξομειώνουν την ένταση, διαφοροποιούν τις δυνάμεις τους, τεμαχίζουν νομοθετικές πρωτοβουλίες για υπηρετήσουν άλλοτε το ‘φλερτ’ με την κεντροαριστερά και άλλοτε να μεγαλώσουν το χάσμα με την κεντροδεξιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιστροφή στη συζήτηση για το εκλογικό σύστημα. Γνωρίζοντας την θετική προδιάθεση ΝΔ και Κινήματος Αλλαγής για το ‘σπάσιμο’ των μεγάλων εκλογικών περιφερειών (Β’ Αθηνών και Αττικής), επαναφέρουν το ζήτημα μεμονωμένα. Λες και το σπάσιμο των εδρών δεν σχετίζεται με το υπερβολικό μπόνους του πρώτου κόμματος, την αδιαφάνεια στο πολιτικό χρήμα και την ψήφο όσων κατοικούν στο εξωτερικό.
Ειδικά για το τελευταίο, υπουργοί της κυβέρνησης θεωρούν προνομιούχους όσους έφυγαν για τα ξένα, ότι θα αλλοιωθεί το εκλογικό αποτέλεσμα, ενώ επικαλούνται οικονομικά και διοικητικά εμπόδια. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική: η πλειοψηφία των Ελλήνων που έφυγαν στα χρόνια της κρίσης εργάζονται σε επισφαλείς δουλειές, ενώ οι συνθήκες ζωής τους είναι δύσκολες. Είναι εγγεγραμμένοι στους υπάρχοντες εκλογικούς καταλόγους, άρα δεν αλλοιώνεται το αποτέλεσμα, όπως πχ θα γινόταν με την ψήφο της ομογένειας. Με μια απλή υπεύθυνη δήλωση μπορούν να ψηφίσουν με επιστολή στα προξενεία και στις πρεσβείες τους, χωρίς σημαντικό κόστος για το κράτος. Η Ελλάδα αποτελεί ευρωπαϊκή και διεθνή εξαίρεση στις προηγμένες δημοκρατίες, διατηρώντας το συνταγματικό αυτό δικαίωμα (άρθρο 51, παρ. 4) ‘στο ψυγείο’.
Ο Πρωθυπουργός μιλά για ‘χαμένη γενιά” που την έδιωξαν τα μνημόνια και η αναξιοκρατία, αλλά της αρνείται έστω και το δικαίωμα να καθορίσει ποια κυβέρνηση θα της δώσει το σινιάλο να επιστρέψει. Η Νέα Δημοκρατία, εκ του πονηρού και γνωρίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα δεχθεί μια λύση – “πακέτο”, προτείνει οι Έλληνες του εξωτερικού να μην ψηφίζουν για βουλευτή, κάτι όμως που παραβιάζει την ισότητα της ψήφου. Σωστά το Κίνημα Αλλαγής θεωρεί ότι η ψήφος των κατοίκων του εξωτερικού πρέπει να ενταχθεί σε ένα συνολικό πακέτο αλλαγών στον εκλογικό νόμο, που θα δυναμώσουν τη δημοκρατία και τη λογοδοσία.
Για την ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται την πρόταση. Αλλά δεν θα εκπλαγούμε αν τη δούμε σε νέα, ξεχωριστή νομοθετική πρωτοβουλία στο μέλλον. Άλλωστε το είπαμε: στόχος της κυβέρνησης δεν είναι να αλλάξουν τα κακώς κείμενα. Είναι να πιεστεί ο πολιτικός αντίπαλος. Να μπερδεύονται τα στρατόπεδα. Να κερδίζονται εντυπώσεις. Και το δίκαιο να μην γίνεται ποτέ πράξη, παρά μόνο στα video του Πρωθυπουργού.