Το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών αποτύπωσε τον συσχετισμό δύο πολιτικών ρευμάτων, που διαδέχθηκαν τη διαίρεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Από τη μία το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, με βασικό κορμό τη Νέα Δημοκρατία, δυνάμεις του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς. Σημαία του, η “στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ”, η εκλογική του δηλαδή ταπείνωση σε ποσοστά κάτω του 20%. Από την άλλη το αντιδεξιό μέτωπο, με κύριο εκφραστή τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και πρόσωπα της Κεντροαριστεράς με οικειοποίηση του πασοκικού παρελθόντος, δαιμονοποίηση του ονόματος Μητσοτάκη και του κινδύνου παλινόρθωσης της Δεξιάς.
Συνεπώς, το 31.5% του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κατόρθωμα, μόλις ένα μήνα μετά τη συντριβή των Ευρωεκλογών και τα ποσοστά κομπάρσου που κατέγραψε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εκτός από την πόλωση, σημαντικό ρόλο έπαιξαν η σωτήρια – όπως αποδείχθηκε – εμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα στο ΣΚΑΙ αλλά και οι στοχευμένες παρεμβάσεις υπερ κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων (από προβληματικές επιχειρήσεις μέχρι ομάδες συνταξιούχων). Όλα αυτά κράτησαν το ΣΥΡΙΖΑ όρθιο και έστειλαν το αφήγημα της ‘στρατηγικής ήττας’ στον κάλαθο των αχρήστων.
Η πραγματικότητα αυτή οφείλει να προβληματίσει τα στελέχη και τους υποστηρικτές του Κινήματος Αλλαγής, αλλά και να καθοδηγήσει τα μελλοντικά μας βήματα. Η πρόσδεση του κόμματος στο άρμα της “στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ” απομόνωσε το κόμμα από ένα μεγάλο τμήμα της ιστορικής κοινωνικής του βάσης, το ταύτισε με τη Δεξιά, αναβίωσε τα σενάρια της συγκυβέρνησης μαζί της, το αποδυνάμωσε ιδεολογικά και τελικά, εκλογικά. Με λίγα λόγια, το αντισυριζα ψήφισε ΝΔ.
Ένα μήνα μετά την ορκωμοσία της νεάς κυβέρνησης και το “παιδομάζωμα” στελεχών του ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ, ο πολιτικός μας χώρος οφείλει να προετοιμαστεί για τον επόμενο κίνδυνο, το προβλεπόμενο “άνοιγμα” του Αλέξη Τσίπρα σε στελέχη και πρόσωπα του προοδευτικού χώρου. Πώς θα το πετύχουμε;
Πρώτον, χρειαζόμαστε μια δυναμική και δομική αντιπολίτευση απέναντι σε μια συντηρητική κυβέρνηση με προβιά “τεχνοκρατικού μεταρρυθμισμού” και χωρίς αφήγημα, που να είναι συμβατή με την ιστορία και τις αξίες του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τη διαρκή ριζοσπαστική ανανέωση. Μια αντιπολίτευση “α λα Ποτάμι” (ψηφίζω/δεν ψηφίζω ανάλογα με το “κλίμα”) είναι συνταγή πολιτικής αυτοκτονίας. Η στάση του Κινήματος στην ψήφιση του σχεδίου νόμου για το επιτελικό κράτος απέδειξε το αναλυτικό και προγραμματικό μας βάθος, δίπλα στην επιφανειακή και πεζοδρομιακή κριτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεύτερον, χρειάζεται προγραμματική δουλειά ουσίας, άνοιγμα στα σύγχρονα διεθνή ρεύματα της σοσιαλδημοκρατίας και του προοδευτικού θεσμικού πειραματισμού, η αναμέτρηση με προβλήματα όπως η δημογραφική συρρίκνωση, η κλιματική επιβάρυνση, η τεχνολογική μετάβαση, οι σύγχρονες μορφές διακρίσεων, η ιδιωτικοποίηση ή εγκατάλειψη των δημοσίων αγαθών. Κυρίως όμως, η ταύτιση με έναν προοδευτικό πατριωτισμό που θα αφυπνίσει τους πολλούς που θα ζουν και θα εργάζονται σε επισφάλεια, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, εισοδήματος και σεξουαλικού προσανατολισμού. Κι όλα αυτά να “δέσουν” με ένα κόμμα με ισχυρούς πολιτικούς και οργανωτικούς δεσμούς, ενότητα, ανανέωση σε πρόσωπα και εκπροσώπηση.
Όλα αυτά θα εμπεδώσουν στην ελληνική κοινωνία ότι το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ είναι περήφανο για την ιστορία του, αλλά πραγματοποιεί μια δημιουργική επανεκκίνηση, θέτει στόχους, οριοθετείται απέναντι στη Συντήρηση, προχωρά αυτόνομα και εκφράζει αυθεντικά τους σύγχρονους μικρομεσαίους και μη προνομιούχους, που το έχουν ανάγκη. Η 45η επέτειος της 3ης Σεπτέμβρη είναι η κατάλληλη αφορμή για τον αναγκαίο αναστοχασμό και την φυγή προς το μέλλον.
*Άρθρο μου στην εφημερίδα “Τα Νέα”, την Τρίτη 13/08/19.