Η πύκνωση του τουρισμού έχει φέρει το κράτος – σε όλες του τις βαθμίδες – στα όριά του. Όσα τραγικά συνέβησαν σε Σαμοθράκη και Πόρο είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου. Και η απάντηση σε όσους πιστεύουν ότι αρκεί ο αυτόματος πιλότος της ζήτησης για να παραμένει η Ελλάδα δημοφιλής προορισμός. Κάτω από αυτό συνυπάρχουν όλα όσα κάνουμε ότι δεν βλέπουμε: ανενεργοί βιολογικοί καθαρισμοί, μπαζωμένα ρέματα, αυθαίρετα κτίσματα, κακοφτιαγμένες μαρίνες, υποστελεχωμένα κέντρα υγείας, απουσία ανακύκλωσης, ανύπαρκτα αποχετευτικά δίκτυα, επικίνδυνοι δρόμοι χωρίς σήμανση. Η λίστα είναι μεγάλη. Όπως μεγάλη είναι και η λίστα των περιστατικών που μας εκθέτουν. Όχι μόνο στο εξωτερικό. Αλλά κυρίως στο εσωτερικό. Αν μια χώρα δεν είναι αξιοβίωτη πρώτα για τους κατοίκους της, πως θα παρέχει καλές υπηρεσιες στον επισκέπτη;
Είναι πολλές οι αξιόλογες ιδιωτικές και τοπικές πρωτοβουλίες που προσπαθούν να εισαγάγουν την έννοια της “ολικής ποιότητας” στον τουρισμό. Από την ώρα δηλαδή που ο επισκέπτης θα μπει στο αεροπλάνο ή στο πλοίο με προορισμό την Ελλάδα μέχρι την αναχώρησή του, να απολαμβάνει παντού υπηρεσίες υψηλής ποιότητας. Δεν αρκούν όμως η γαστρονομία, η διαμονή, τα πολιτιστικά δρώμενα, που συμπληρώνουν τη μαγική ελληνική φύση. Κάποιος πρέπει να βρίσκεται εκεί για να εγγυάται ότι τα αεροπλάνα και τα πλοία θα έρχονται στην ώρα τους, τα πωλητήρια των μουσείων θα είναι ανοιχτά, ότι ντόπιοι και ξένοι δεν θα στοιβάζονται σε βαγόνια του μετρό, τα ελικοδρόμια θα είναι νόμιμα, τα νοσοκομεία θα είναι σε επιφυλακή, δεν θα πέφτει το ρεύμα, ο ΦΠΑ θα αποδίδεται και το μπουκάλι με το νερό δεν θα πωλείται πάνω από 0.50 ευρώ. Όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα “δένουν” τις δημόσιες πολιτικές με τον τουρισμό και διασφαλίζουν βασικά ατομικά και δημόσια αγαθά, ως “βάση” πάνω στην οποία μπορεί να ανθίσει η εμπειρία του επισκέπτη.
Η εποχή της αθωότητας πέρασε ανεπιστρεπτί. Η οικονομική κρίση άφησε το αποτύπωμά της και χρειάζονται μεγάλα βήματα και συγκρούσεις. Όταν ένας υπερτροφικός ιδιωτικός τομέας επενδύει δισεκατομμύρια σε διαμονή, εστίαση, ψυχαγωγία σε ένα νησί και το κράτος παραμένει στη δεκαετία του ‘70, όλοι αντιλαμβανόμαστε ποιος κάνει κουμάντο. Δάση και λίμνες (βλέπε Εθνικός Δρυμός Πίνδου) εντάσσονται σε αποικιοκρατικές συμβάσεις εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων με διακομματική συμφωνία. Η υπεραλίευση ανατρέπει το οικοσύστημα και οι παράνομες τράτες επανεμφανίζονται. Η αστικοποίηση και η απουσία κτηνοτροφίας κάνει τα περιαστικά δάση πιο ευάλωτα στις πυρκαγιές, η υπερθέρμανση και τα ακραία καιρικά φαινόμενα απειλούν υποδομές, σπίτια και ζωές. Η απουσία κανόνων ασφαλείας στις παραλίες με τα χιλιάδες πλέον μικρά σκάφη και τον καταδυτικό τουρισμό σε ακμή εκθέτουν ζωές σε κίνδυνο.
Λέγεται ότι ο τουρισμός πάει καλά γιατί το κράτος δεν παρεμβαίνει. Το πίστεψε και το κράτος και φτάσαμε στα άκρα. Είναι άλλο να μην παρεμβαίνεις στην ιδιωτική οικονομική σφαίρα και άλλο να εκθέτεις ανθρώπους σε κίνδυνο και ταλαιπωρία. Η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύει στη διυπουργική συνεργασία και τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών. Είναι διαρκές αίτημα, παράλληλα με τον διοικητικό και ψηφιακό εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης. Αντί να βρίσκεται στο ρελαντί, το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να δουλεύει αξιόπιστα και αποτελεσματικά τους τουριστικούς μήνες. Υπουργοί, δήμαρχοι και περιφερειάρχες πρέπει να εξασφαλίζουν όλο το αναγκαίο προσωπικό για να διαχειρίζονται κρίσεις, να αποκαθιστούν την ηρεμία στις τοπικές κοινωνίες και την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Από την άλλη χρειάζεται τώρα ένας εθνικός διάλογος για το μέλλον του τουρισμού στην Ελλάδα, που να αγγίζει κάθε τομέα πολιτικής, να εισαγάγει προβληματισμούς από την διεθνή και εσωτερική εμπειρία χωρίς φόβο και να καταλήξει σε ένα σχέδιο παρεμβάσεων, εθνικής και τοπικής κλίμακας, που θα μας αφορούν όλους. Από την κυβέρνηση, μέχρι τους μεμονωμένους πολίτες. Αν θέλει να πρωτοτυπήσει ο σημερινός υπουργός, ιδού η Ρόδος.
* Άρθρο μου στο “Πρώτο Θέμα” της Κυριακής, 25/08/2019