ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΛΑΧΟΣ

Το Μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας | Ομιλία PES Activists 11.03.2018

Κοινοποίηση

Φίλες και φίλοι,

Θεωρώ ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει μια σειρά από σοβαρά εμπόδια:
Το πρώτο αφορά στην προγραμματική της αδυναμία, που την οδηγεί να παρουσιάζεται άλλοτε ως μια πολιτική δύναμη που απλά προσπαθεί να εξανθρωπίσει, να μετριάσει τις συνέπειες του άνισου καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης, με αποτέλεσμα να συνεργάζεται με συντηρητικές δυνάμεις, από τις οποίες απορροφάται ή γίνεται ουρά. Και άλλοτε να θεωρεί ότι θα ξαναβρεί τη χαμένη της ψυχή κάνοντας άγαρμπες κινήσεις προς τα Αριστερά, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο αναξιόπιστη. Θυμηθείτε για παράδειγμα τη στάση των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών: στην αρχή υπερασπίστηκαν τη λιτότητα. Μας έλεγαν ‘κόψτε’, δεν έχετε εναλλακτική, ψηφίστε τα μέτρα. Μετά το τροπάριο έγινε κάτι σε ‘δίκαιη λιτότητα” και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία, παρολίγον να βγουν ανοιχτά να στηρίξουν το “Όχι” στο δημοψήφισμα.
Δεύτερο, ενώ η εκλογική της αποδυνάμωση έχει υλική/διανεμητική βάση, δηλαδή κάποιοι φτωχαίνουν ή χάνουν τις δουλειές τους και από την άλλη αντιληπτική βάση, δηλαδή τα πιο ευάλωτα στην παγκοσμιοποίηση κοινωνικά στρώματα νιώθουν ανασφάλεια ότι “έρχονται οι μετανάστες, τα ρομπότ, οι ξένοι να μας πάρουν τις δουλειές”, η σοσιαλδημοκρατία πέφτει στην παγίδα να βαφτίζει ως λαϊκισμό και αυταρχισμό κάθε διαφορετική πολιτική προτίμηση, λέγοντας ουσιαστικά στους πολίτες ότι ξαφνικά έγιναν λιγότερο δημοκράτες, δεν διαβάζουν, παραπληροφορούνται κλπ. Λες και η προπαγάνδα προσγειώθηκε στον πλανήτη το 2015 ή ήρθε με τον Τραμπ και το Brexit. Όμως στην πράξη, όλοι μας, ως ψηφοφόροι δεν ψηφίζουμε ως ακαδημαϊκοί. Ακούμε γενικές πολιτικές κατευθύνσεις και τις υιοθετούμε ή τις απορρίπτουμε. Αν όμως αυτοί που τις εκφράζουν είναι πρόσωπα ‘φορτισμένα’ με αρνητικούς συνειρμούς, τότε μάλλον το μήνυμα “καίγεται” από τον αγγελιοφόρο.
Το τρίτο αφορά στην αποξένωσή της από τη νέα γενιά, συνεπακόλουθο της δημογραφικής παρακμής, αλλά και των συμφερόντων που η ίδια υπηρετεί. Δεν είναι μυστικό ότι η σοσιαλδημοκρατία, με εξαίρεση τους Σκανδιναβούς, διευρύνει το διαγενεακό χάσμα, προστατεύει περισσότερο τους συνταξιούχους, παρά τους νεότερους, τις ευπαθεις ομάδες και όσους ζουν σε επισφάλεια, κάνοντας δυο και τρεις δουλειές, πληρώνονται μαύρα ή είναι εκτός του εργασιακού χάρτη. Και όσο οι πολιτικές προτεραιότητες στοχεύουν στους παλαιούς και παραδοσιακούς ψηφοφόρους, αυτό μοιραία θα ανακυκλώνει τα ίδια πρόσωπα στα κόμματα, θα τα κανει πιο συντηρητικά εκ των πραγμάτων και θα τα οδηγεί στον εκφυλισμό και στη μουμιοποίηση.
Τι κάνουμε λοιπόν; Μπορεί η σοσιαλδημοκρατία να γίνει μέρος ενός μεγαλύτερου όλου, μιας προοδευτικής πολιτικής που δανείζεται ιδέες και λύσεις τόσο από το κέντρο, όσο και από την αριστερά, παραμένοντας στο κέντρο των κοινωνικών ζητημάτων ή θα επιλέξει να πάει πιο αριστερά, με την αίσθηση ότι θα ξαναβρεί τη χαμένη ψυχή της αλλά με τον κίνδυνο να απορροφηθεί – ξανά – από πιο αυθεντικούς εκφραστές;
Η απάντηση είναι θέμα φιλοδοξίας, ηγεσίας, και τελικά, κοινωνικών συμμαχιών.
Αν η σοσιαλδημοκρατία θέλει να τιμήσει την ιστορική της κληρονομιά, χρειάζεται να σταματήσει να δίνει μάχες οπισθοφυλακής ή να μετατρέπεται σε κόμμα διαμαρτυρίας. Μάλλον είναι καιρός να ασχοληθεί ουσιαστικά με το εισόδημα, την εργασία, την ασφάλιση, την εκπαίδευση, την υγεία και τις ευάλωτες ζωές των κοινωνικών ομάδων που την έχουν ανάγκη, χωρίς να γίνεται αμήχανη ουρά της συντήρησης ή ντουντούκα των νεομαρξιστών.
Ας συζητήσουμε μερικές κατευθύνσεις:
Μέχρι σήμερα, υπάρχει μια ιδιότυπη “συναίνεση” μεταξύ ευρωπαϊκής Δεξιάς και Αριστεράς: ότι κράτος και οικονομία βρίσκονται σε μια “υδραυλική σχέση” και ότι η αλλαγή της δοσολογίας (λιγότερο κράτος-περισσότερη αγορά και το αντίστροφο) είναι το βασικό σύνορο ανάμεσα στα δύο “στρατόπεδα”. Αυτή όμως η σχέση ίσχυε σε εθνικά ομοιογενείς κοινωνίες, δημογραφικά ισορροπημένες και με σταθερές θέσεις εργασίας. Τα πράγματα σήμερα είναι πιο πολύπλοκα και οι ανάγκες των ανθρώπων σύνθετες. Και χρειάζονται νέοι θεσμοί ενδιάμεσα, θεσμοί αυτονομίας, καινοτομίας και απελευθέρωσης της γνώσης και των ικανοτήτων κάθε γενιάς και κάθε ομάδας.
Οι νέοι θεσμοί πρέπει να ρυθμίζουν μια νέα σχέση κεφαλαίου – εργασίας. Από τη μία, εκδημοκρατισμός του κεφαλαίου με εναλλακτικές χρηματοδοτήσεις, στις οποίες το κράτος θα μπορεί να βάζει τους κανόνες και να κατευθύνει τις επενδύσεις στις αγορές που έχει ανάγκη η εθνική πολιτική οικονομία, πχ ταμεία συμμετοχών όπου δημόσιοι πόροι ‘μοχλεύονται’ από funds του ιδιωτικού τομέα, όπως το Equifund (του EIF) για παραγωγικές επενδύσεις στις υπηρεσίες πληροφορικής και επικοινωνίας , ειδικά συνεργατικά σχήματα κράτους-ιδιωτών-κοινωνικών οργανώσεων/ιδρυμάτων για κοινωνική εργασία και από την άλλη ενσωμάτωση της τεχνογνωσίας του κεφαλαίου σε αγαθά που υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, όπως συμπράξεις δημοσίου με ιδιώτες για υψηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες, με ειδικές ρήτρες απασχόλησης για άνεργους και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Από την άλλη το κράτος δεν μπορεί να μονοπωλήσει ούτε τη γνώση ούτε την καινοτομία που παράγεται σήμερα μέσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και στους τεχνολογικούς κολοσσούς που λειτουργούν ως μίνι-πανεπιστήμια. Μπορεί όμως να προσαρμόσει μέσα από επιλεκτικές συνεργασίες στην έρευνα, όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης στην απαραίτητη κριτική, ευέλικτη, προσαρμοστική σκέψη, να δίνει δηλαδή δεξιότητες και όχι μόνο γνώσεις, ώστε οι πολίτες του αύριο να ανταποκρίνονται στις πολλές δουλειές που θα χρειαστεί να αλλάξουν στη ζωή τους. Από τα ‘ταλαίπωρα’ βιβλία της διδακτέας ύλης που δεν διδάσκονται ποτέ, οι μαθητές να διδάσκονται θέματα και κύκλους μαθημάτων, να συζητούν και να αναπτύσσουν την κρίση, την πρωτοβουλία, την συμμετοχή, την αλληλεγγύη μαζί με τις γνώσεις και τις δεξιότητες. Ανοίγοντας τις βιβλιοθήκες και ψηφιοποιώντας το περιεχόμενο για κάθε πολίτη.
Επίσης, να δημιουργήσει θεσμικά αντίβαρα, που από τη μία θα ενδυναμώνουν τους αποκλεισμένους και από την άλλη θα δημιουργούν αλληλεγγύη και νέες κοινωνικές ταυτότητες, δηλαδή πολίτες που θα συμμετέχουν και θα συνεργάζονται για κοινούς σκοπούς και δεν θα ιδιωτεύουν ως άχρηστοι ή απόκληροι. Είναι η ώρα που ο χώρος μας πρέπει να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή με τη φτώχεια και να συζητήσει σοβαρά θεσμούς ενεργοποίησης και στήριξης, όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή να πειραματιστεί με το βασικό καθολικό μισθό, να συζητήσει για τον ελεύθερο χρόνο, τις διαφορετικές μορφές οικογένειας, να προσαρμόσει την κοινωνική ασφάλιση όχι μόνο σε όσους είναι μέσα στο σύστημα, αλλά και σε όσους το πληρώνουν και δεν θα μπορούν να το πληρώνουν με την ευέλικτη εργασία.
Φιλοδοξία μας είναι να μην κάνει κανείς τη δουλειά που θα κάνει μια μηχανή, αλλά να πολλαπλασιάσουμε τα επαγγέλματα γύρω από τις μηχανές. Να διαχειριστούμε τη μετάβαση από την προ-βιομηχανική κατάσταση στην οποία βρίσκονται εκατομμύρια συνάνθρωποί μας στη μετα-βιομηχανική εποχή με ισχυρά κοινωνικά δίκτυα και υπηρεσίες που θα επανεντάσσουν ανθρώπους στην εργασία και στην κοινωνική απασχόληση, όπως πχ τον κοινωνικό λογαριασμό ή την κοινωνική κληρονομιά.
Εκτός από την αναδιανομή μέσω της φορολογίας του πλούτου και του ελέγχου στο ανεξέλεγκτο αφορολόγητο κεφάλαιο των mega-companies και των προνομίων τους, χρειάζεται και μια προ-αναδιανομή: να εξοπλίζει δηλαδή η Πολιτεία τους ανθρώπους με προσόντα και γνώσεις, επαγγελματική εκπαίδευση, υπηρεσίες φροντίδας, ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στους χώρους εργασίας, κλπ ώστε να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά και στην εργασία και στην κοινωνική ζωή.
Να αναλάβει γενναίες πρωτοβουλίες πολιτικής και θεσμικής αποκέντρωσης, ακολουθώντας την παγκόσμια τάση της αστικοποίησης, που θα αλλάξει τελείως το χαρακτήρα της δημοκρατίας και της οικονομίας, με πόλεις-κράτη και αυτοδύναμες περιφέρειες. Αυτό θα απαιτήσει οργανωτική αποκέντρωση των κομμάτων, χωρίς απώλεια της δικτύωσης, ισχυρές τοπικές ατζέντες, εθελοντές και δίκτυα πολιτών που θα αναγνωρίζουν στο κόμμα ιδιότητες και θέσεις, που θα κάνουν τη ζωή του καλύτερη.
Και τέλος, να εντείνει την προσπάθεια για την οικονομική και πολιτική ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όχι επειδή είμαστε δεμένοι στο άρμα ενός ελιτίστικου κοσμοπολιτισμού, αλλά γιατί αρκετές από τις κοινωνικές πολιτικές που θέλουμε στην εκπαίδευση, στη δια βίου μάθηση, στα ασφαλιστικά δικαιώματα, στα εργασιακά δικαιώματα κλπ χρειάζονται συνεργασία και κατοχύρωση σε πανευρωπαϊκο επίπεδο, ώστε να κατοχυρώσουμε ελάχιστα κοινωνικά standards.
Φίλες και φίλοι,
Αυτό είναι ένα περίγραμμα θέσεων, που απαιτεί κοινωνικές συμμαχίες, αλλά και υπέρβαση της στρατευμένης πολιτικής και κοινωνικής κληρονομιάς του 20ου αιώνα, που καταδικάζει τη σοσιαλδημοκρατία να εκφράζει όλο και λιγότερους, όλο και γηραιότερους, όλο και πιο βολεμένους.
Υπάρχει ο κίνδυνος το 2019, η σοσιαλδημοκράτες να είναι τρίτη πολιτική δύναμη στην Ευρώπη. Και το καμπανάκι θα ηχήσει ακόμη πιο επιτακτικά για να ανοίξουμε τους προγραμματικούς μας ορίζοντες και να δούμε τι συμμαχίες έρχονται μπροστά μας.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα:
Η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν είναι ένα εξωτικό φαινόμενο. Και αν στην Ελλάδα το γλιτώνουμε για την ώρα ή έχει ταβάνι, δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβεί και στις άλλες χώρες. Η επιστροφή στα εθνικά σύνορα, οι εκλογικές δικτατορίες, η γεωπολιτική αστάθεια δεν είναι μακρινά σενάρια. Και για να αποτραπεί αυτό θα χρειαστούν ίσως δυσάρεστες, αλλά αναγκαίες πολιτικές και εκλογικές συνεργασίες τόσο με τους χριστιανοδημοκράτες, όσο και με την Αριστερά, για να ανακόψουμε τον εφιάλτη που μπορεί να έρθει.
Αυτό που οι πολίτες περιμένουν από την σοσιαλδημοκρατία, είναι να ενώνει τους πολίτες σε μια πολιτική οικονομία της ανάπτυξης, όχι της άδικης λιτότητας, να σέβεται τους όρους του κοινοβουλευτισμού, να διαπραγματεύεται κοινωνικά συμφέροντα και να μην ξυπναά εμφυλιοπολεμικά και εθνικιστικά πάθη.
Στο δρόμο για το συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής, θέλω να σας μεταφέρω την πεποίθηση ότι και εμείς, ως χώρος, κουβαλάμε πολλά από τα προβλήματα που σας ανέφερα. Αλλά πιστεύω ότι οι τριβές θα υποχωρήσουν όταν αρχίσουμε να συγκρουόμαστε για πολιτικές και όχι για τις καρέκλες.”

Κοινοποίηση