ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΛΑΧΟΣ

Το πολιτικό τέλος της αριστερής λιτότητας | Φιλελεύθερος

Κοινοποίηση

 Όλοι παραδέχονται πια ότι το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα είχε σοβαρά προβλήματα και αντανακλούσε ιδεολογικές εμμονές που βάθυναν την ύφεση. Για όσους έχουν κοντή μνήμη, το πρώτο μνημόνιο δεν είχε σχεδόν κανένα αναπτυξιακό μέτρο, εμπεριείχε στρεβλές εκτιμήσεις για τις ιδιωτικοποιήσεις, έδινε έμφαση σε περικοπές χωρίς ουσιαστικά αντίμετρα, ενώ ο γράφων θυμάται ώς τώρα τον κ. Τόμσεν σε σύσκεψη στο υπουργείο Ανάπτυξης να αμφισβητεί ακόμη και τη σημασία των κρατικών ενισχύσεων για επενδύσεις.

 Αν και στην πορεία έγιναν προσπάθειες να αντιμετωπιστούν η κακοδιοίκηση, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, οι αδειοδοτήσεις και να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, να γίνουν δηλαδή διαρθρωτικές αλλαγές θεσμικού χαρακτήρα, το πρόγραμμα συνέχιζε να επιτυγχάνει μόνο στο δημοσιονομικό σκέλος. Οι υπόλοιπες αλλαγές δημιουργούσαν περιττή γραφειοκρατία, ασυνέχειες και τριβές, ανασφάλεια στους δημοσίους υπαλλήλους, με αποτέλεσμα το πιεστικό πλαίσιο των αξιολογήσεων να οδηγεί σε νέα μέτρα, που αύξαναν τους άμεσους και έμμεσους φόρους, υποβάθμιζαν τον ρόλο των ελεγκτικών μηχανισμών και των ρυθμιστικών αρχών. Ο συντηρητικός μονόδρομος της υποτίμησης της αξίας της εργασίας, ενώ αύξησε την ευελιξία, δεν δημιουργούσε καλύτερες και ποιοτικές δουλειές, εξαιτίας του υψηλού λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, της φορολόγησης, της αποεπένδυσης και της φυγής κεφαλαίων και ανθρώπων από τη χώρα.

 Oταν ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλήφθηκε ότι πρέπει να κυβερνήσει μέσα στο ευρώ, συνέλαβε λίγο-πολύ ότι με αυτό το πρόγραμμα που υπέγραψε δεν μπορεί να μακροημερεύσει. Επινόησε τότε μια νέα μορφή λιτότητας, η οποία δεν πελαγοδρομούσε με διεκδικήσεις και τριβές σε φρικαλέα μέτρα που έφερε ο ίδιος, όπως π.χ. τη σύσταση Υπερταμείου ή την περικοπή του ΕΚΑΣ. Ούτε από την άλλη πλευρά αγχώθηκε ιδιαίτερα με όσες μεταρρυθμίσεις θα απελευθέρωναν πόρους και δυνάμεις, όπως π.χ. η αξιολόγηση και η κινητικότητα στο ∆ημόσιο, η βελτίωση των υποδομών υγείας και εκπαίδευσης, η πάταξη του λαθρεμπορίου ή η αντιμετώπιση των ολιγοπωλίων στις αγορές προϊόντων. Η σύλληψη ήταν λίγο-πολύ απλή: επιδρομή στα μεσαία εισοδήματα, δημιουργία θηριωδών πλεονασμάτων, εκμετάλλευση της προσφυγικής και πολιτικής κρίσης στην Ε.Ε. για «εκπτώσεις» στις αξιολογήσεις και βροχή από παροχές στο τέλος της θητείας που θα απέφεραν εκλογικά οφέλη.

 Ομως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι δεν ζούμε στη δεκαετία του ’70 και ότι τα επιδόματα και η ευέλικτη (έστω) εργασία δεν αρκούν για να ζει κάποιος με αξιοπρέπεια, προοπτικές και δικαιοσύνη στη σημερινή πραγματικότητα. Η εργασία είναι το πρώτο βήμα για την ευημερία, αλλά όχι το μοναδικό, ιδιαίτερα αν είναι κακοπληρωμένη, επισφαλής και σε τομείς που δεν αξιοποιούν τις γνώσεις και τις δεξιότητες των εργαζομένων. Επίσης, αν τα εισοδήματα από διάφορες πηγές υπερφορολογούνται και χάνουν την αξία τους, οι έμμεσοι φόροι αυξάνονται, δημόσιες επενδύσεις δεν γίνονται και επικρατεί αναξιοκρατία και νοοτροπία «βολέματος», η ανοχή των πολιτών εξαντλείται. Και αν η εργασία και οι παροχές συγκρούονται με διαλυμένα λεωφορεία, χρεοκοπημένα νοσοκομεία, ανύπαρκτη δημόσια ασφάλεια, φόρους και θηριώδεις εισφορές, κατασχέσεις και χιλιάδες αποποιήσεις κληρονομιάς, τότε καταλήγουν δώρον άδωρον, αφού στην πράξη λειτουργούν διαβρωτικά για τις συνειδήσεις και τον ρόλο όλων μας ως πολιτών που θέλουν να ζουν καλύτερα και αναγνωρίζουν τη σημασία των κοινών αγαθών.

 Η αριστερή λιτότητα, λοιπόν, εφεύρημα τον κ. Τσίπρα και Τσακαλώτου, παρά τις προκλητικές επευφημίες των Ευρωπαίων εξαιτίας του μποναμά της Συμφωνίας των Πρεσπών και της υποδοχής των προσφύγων, απέτυχε να πείσει τη μεσαία τάξη ότι μπορεί να της εξασφαλίσει το δικαίωμα να ζήσει καλύτερα. Να εξασφαλίσει δηλαδή την κοινωνική κινητικότητα, το μεγάλο κεκτημένο των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη, χάρις στο οποίο άντεξε η ελληνική κοινωνία τρία μνημόνια.

 Χρειάστηκε μόνο μια προεκλογική περίοδος -και θα χρειαστεί άλλη μία- για να ξεδιπλωθεί πλήρως ο ανερμάτιστος ιδεολογικά χαρακτήρας του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ. Και είναι βέβαιο, ότι αν υπάρχουν ακόμη σκεπτόμενα στελέχη στην συριζαίικη Αριστερά, θα προβληματίζονται ήδη για τα αναπάντητα διλήμματα στα οποία τους έριξαν οι καιροσκοπικές επιλογές του αρχηγού τους.

*Άρθρο μου στην εφημερίδα Φιλελεύθερο την Τρίτη 04/06/2019

Κοινοποίηση